δολιχός
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ή, όν,
A long, ἔγχεα, δόρυ, Il.4.533, al.; also of Time, νύξ, νοῦσος, Od.23.243, 11.172; δολιχόν, as Adv., Il.10.52; σχελίδες Archipp.11.3 (lyr.); ἐλάται A.R.1.914; πρυμνήσια AP10.4 (Marc.Arg.); some phrases, as δ. πλόος, δ. ὁδός, unite both senses, Od.3.169, 4.393. (Cf. Skt. dīrghas 'long'.)
German (Pape)
[Seite 654] lang, poet., Ap. Lex. Hom. p. 60. 2 Δολιχόν· μακρόν; vom Raume: ἔγχος, δόρυ, Il. 4, 533. 13, 162, sp. D.; von der Zeit: νύξ, νόσος, Od. 23, 243. 11, 172; πλόος, ὁδός, Od. 3, 169. 4, 393, δολιχῆς τέρμα κελεύθου Aesch. Prom. 284, wobei man an Raum und Zeit denken kann. – Adv. δολιχόν, Il. 10, 52; vgl. Plat. Prot. 329 a.
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχός: -ή, -όν, μακρός, ἔγχεα, δόρυ, Ἰλ. Δ. 533 κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ἐπὶ χρόνου, νόσος, νὺξ Ὀδ. Ψ. 243, Λ. 172· καὶ οὕτω δολιχόν, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Κ. 52, Πλάτ. Πρωτ. 329Α· - φράσεις τινές, ὡς δολιχὸς πλόος, δολιχὴ ὁδός, ἑνοῦσιν ἀμφοτέρας τὰς σημασίας, Ὀδ. Γ. 169, Δ. 393. (Πρβλ. ἐνδελεχής, Δουλίχιον (Μακρονῆσι)· Σανσκρ. dîrgh-as, Zενδ. darĕgh-as (longus)· Σλαυ. dlug-u· περὶ τοῦ Λατ. longus, ἴδε λογγάζω).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
long ; adv. • δολιχόν, longuement.
Étymologie: DELG vieux terme i.-e. pour « long », que l’on retrouve dans plus. langues : skr. dirgha-, vsl. dlugu.
English (Autenrieth)
long, both of space and time, δόρυ, ὁδός, νοῦσος, νύξ, Od. 23.243; adv., δολιχόν, Il. 10.52.
Spanish (DGE)
(δολῐχός) -ή, -όν
• Alolema(s): δολίχ- Il.4.533, 7.255, Hes.Th.186
• Morfología: [gen. -οῖο Q.S.6.122; plu. dat. masc. δολιχοῖσι Opp.H.1.246; δολιχοῖσιν Triph.253, fem. δολιχῇσιν A.R.1.914]
1 sent. espacial largo, alargado δολίχ' ἔγχεα Il.ll.cc., Hes.l.c., δόρυ Il.13.162, 15.474, cf. Nonn.D.23.53, αἱ δολιχαί τε κάπρου φλογίδες y los largos filetes de jabalí Archipp.10.4, φάλαγγες Q.S.2.215, cf. 11.114, de naves o partes de las mismas ἐλάται A.R.l.c., πρυμνήσια AP 10.4 (Marc.Arg.), ναῦς Orph.A.122, Q.S.12.182, de las cañas de pesca, Opp.H.3.74, κόμη Nonn.D.21.69, de anim. ὄφεις Orph.L.340, σῶμα ... δολιχώτατον οὖας de la liebre, Opp.C.3.505, αὐχήν Arat.211, de distintos accidentes geog. νῆσος Orph.A.714, ἄκρη de un cabo, A.R.1.568, αἰγιαλοί Opp.l.c., αὐχήν de un istmo, Orph.A.745, κολῶναι Q.S.12.126
•de un río de largo curso Q.S.6.122
•de un abismo profundo Triph.l.c.
•largo, extenso δολιχὰς θῖνας (Λιβύης) Call.Fr.602, δολιχῆς τε πόροι ἁλός A.R.1.21, δ. δρόμος Ἀμφιτρίτης Opp.H.1.619.
2 en sent. temp. largo, prolongado, duradero νύξ Od.23.243, cf. Orph.A.121, νοῦσος Od.11.172, SEG 32.1068 (Setia II d.C.), χρόνος B.18.45, Orác. en Theos.Tub.24, Nonn.D.47.472, en plu. δολιχοῖσιν ἀμαυρωθεῖσα χρόνοις Orác. en Porph.Fr.322, δολιχὸν ἀποτείνουσι τὸν λόγον Gal.11.461, ὥρη Nonn.D.7.284, κάματοι AP 6.65 (Paul.Sil.), ἐλπίδες AP 10.70 (Maced.), en ambos sent., espacial y temp. πλόος Od.3.169, Colluth.226, ὁδός Od.4.393, 483, Pi.Fr.70d.18, κέλευθος A.Pr.284, B.18.16, Orph.L.563, ἀταρπιτός Orph.L.580, cf. Satyr.Vit.Eur.41.2
•neutr. sg. como adv. durante largo tiempo μελησέμεν Ἀργείοισι δηθά τε καὶ δ. preocupar a los aqueos de forma larga y duradera, Il.10.52.
3 ref. a la cantidad abundante δ. πέπερι Androm.120.
• Etimología: De *d°lHi̯°gh-, cf. ai. dīrghá-, av. darəγa-; en het. daluga-, aesl. dlŭgŭ el vocalismo u se debe al influjo de la -g- siguiente.
Greek Monolingual
δολιχός, -ή, -όν (AM)
1. μακρύς, επιμήκης
2. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, μακροχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ΙΕ τ. με σημασία «μακρύς», που εμφανίζει δισύλλαβη ρίζα doligh- και συνδέεται τόσο με μονοσύλλαβα όσο και με δισύλλαβα μορφήματα άλλων γλωσσών (πρβλ. αρχ. ινδ. dīrgha-, αβ. dar∂ya-, αρχ. σλαβ. dlůgů, χεττ. dalug-) στα οποία απαντούν διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας del- «μακρύς». Δισύλλαβη ρίζα εμφανίζεται επίσης και στο β' συνθετικό του τ. εν-δελεχής, το οποίο προέρχεται πιθ. από δέλεχος (πρβλ. γένεσις)].
Greek Monotonic
δολῐχός: -ή, -όν, μακρύς, σε Όμηρ.· ουδ. δολιχόν, ως επίρρ., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δολῐχός:
1) длинный (δόρυ, ἔγχος Hom.; πρυμνήσια νεῶν Anth.);
2) долгий, продолжительный (νύξ, νόσος Hom.; κέλευθος Aesch.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: long (Il.).
Dialectal forms: Myc. PN dorikao \/Dolikhaon\/, dorikano \/Dolikhanor\/.
Compounds: Often as first member of compounds; note δολιχό-σκιος of ἔγχος (Hom.), with a long shadow.
Derivatives: With regular accent change (Schwyzer 420) δόλιχος m. the long course, (Att. etc.) with δολιχεύω run a long course, δολιχεύς long course runner (Sparta IIp); on δόλιχος as plant name (Thphr.) s. Strömberg Theophrastea 107 n. 1, Pflanzennamen 24. Lengthened poet. form with metrical lengthening δουλιχόεις (AP); PlN Δολιχίστη island before Lycia, prop. superlative, and Δουλίχιον island in the Ionic Sea (Hom.), cf. Seiler Steigerungsformen 101.
Origin: IE [Indo-European] [196] *d(e)lh₁gʰó- long
Etymology: Old IE word for long, in: Skt. dīrghá-, Av. darǝγa-, OCS dlъgъ, Serb. dȕg, Lith. (with unexplained loss of d-) ìlgas, Hitt. dalugi-. From *dl̥H-gho-; δολιχ- (and dalug-) have unexplained vowel (s. Schwyzer 278, Specht Ursprung 126, Locker Glotta 22, 59, Kronasser Vgl. Laut- und Formenlehre des Heth. 42). Here also Lat. indulgeō be kind, indulgent and Germ., e. g. Goth. tulgus fest, steadfast are connected, as well as Alb. glatë, gjatë long (with sec. -të?). - To δολιχός belongs ἐνδελεχής continuous (Att. etc.) with ἐνδελέχεια, ἐνδελεχέω, -ίζω, -ισμός (like ἐν-τελής, ἐμ-μελής etc.). - Another word for long in westeuropean languages with Lat. longūs, Goth. laggs etc. A supposed *dlongo- cannot bridge the difference, in spite of MPers. drang, NPers. dirang. See Porzig Gliederung 123f., 190f.
Middle Liddell
!δολῐχός, ή, όν adj adj adj
long, Hom.: neut. δολιχόν as adv., Il., Plat.