ἀντιστάτης

From LSJ
Revision as of 14:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιστᾰτης Medium diacritics: ἀντιστάτης Low diacritics: αντιστάτης Capitals: ΑΝΤΙΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: antistátēs Transliteration B: antistatēs Transliteration C: antistatis Beta Code: a)ntista/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A opponent, adversary, A.Th.518, Plu.2.1084b.    II vertical beam in plinth of torsion-engine, Hero Bel.91.11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἐνάντιος, ἐχθρός, Αἰσχυλ. Θ. 518, Πλούτ. 2.1084Β. ΙΙ. ὑποστήριγμα, Ἡρών Βελοπ. 131 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
adversaire.
Étymologie: ἀνθίστημι.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 oponente, adversario εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάτας A.Th.517, ὄχλον ἀντιστάτην de animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.
2 viga vertical en una máquina de torsión, Hero Bel.91.9.

Greek Monolingual

ο (AM ἀντιστάτης)
νεοελλ.
δοκάρι που τοποθετείται λοξά για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο δοκάρι του ξύλινου σκελετού της στέγης
μσν.
δαίμονας, σατανάς
(μσν. -αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, επαναστάτης, αντάρτης
αρχ.
ξύλινο στήριγμα, αντηρίδα.

Greek Monotonic

ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνθίσταμαι), αντίπαλος, αντίμαχος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιστάτης: ου ὁ противник Aesch., Plut.

Middle Liddell

[ἀνθίσταμαι]
an opponent, adversary, Aesch.