σκέπας
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
gen.
A -αος Arat.857: τό: (σκέπω):—covering, shelter, Hom., only in Od.; κὰδ δ' ἄρ' Ὀδυσσῆ' εἷσαν ἐπὶ σκέπας placed him in or under shelter, 6.212, cf. 210; σ. ἀνέμοιο shelter from the wind, 5.443, 12.336: abs. in poet. nom. and acc. pl. σκέπᾰ, Hes.Op.532; σκέπας ὅρμων Lyc.736; of clothes, χλαίνης λιτὸν σ. AP9.43 (Parmen.); of the Maced. hat (καυσία), ib.6.335 (Antip. Thess.): pl., ζωσάμενοι σκέπασι λινοῖς Porph.Abst.4.12 codd. (σκεπάσμασι is prob. l.): metaph. in sg., pretext, pretence, E.Antiop. iv B 2 Arnim.—In Prose commonly σκέπη (q.v.), or σκέπασμα.
German (Pape)
[Seite 892] αος, τό, Decke, Hülle, Schutzdach; ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο, es war Schutz vor dem Winde, Od. 5, 443. 7, 282. 12, 336; plur., σκέπα, Hes. O. 534; vgl. Ruhnk. H. h. Cer. 12; einzeln bei sp. D., wie Arat. 1126; σκέπας ἐν νιφετῷ, Antp. Th. 10 (VI, 335).
Greek (Liddell-Scott)
σκέπας: -αος, τό, (σκέπω) κάλυμμα, σκέπασμα, σκέπη, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.)· κὰδ δ’ ἄρ’ Ὀδυσσῆ’ εἶσαν ἐπὶ σκέπας, ἔθηκαν αὐτὸν ὑπὸ σκέπην, Ζ. 212, πρβλ. 210· σκέπας ἀνέμοιο, σκέπη ἢ προφύλαξις ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, Ε. 443, Η. 281, Μ. 336· ἀπολ. ἐν ποιητικ. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. σκέπᾰ (πρβλ. κρέᾰ) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 530, π ρβλ. Ruhnk. εἰς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 12· οὕτω, σκ. ὅρμου Λυκόφρ. 736· ἐπὶ ἐνδυμάτων, Ἀνθ. Π., κλ., ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ Μακεδονικοῦ πίλου (καυσίη), αὐτόθι 6. 335· - ἐν τῷ πληθ., ζωσάμενοι σκέπασι λινοῖς Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 12. - Παρὰ πεζογράφοις συνήθως σκέπη (ὃ ἴδε), ἢ σκέπασμα. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκέπας· σκέπη. ὑποδοχή».
French (Bailly abrégé)
αος (τό) :
abri : ἀνέμοιο OD contre le vent.
Étymologie: R. Σκεπ, couvrir, protéger ; v. σκέπω.
English (Autenrieth)
shelter; ἀνέμοιο, ‘against the wind,’ Od. 6.210. (Od.)
Greek Monolingual
-αος, τὸ, Α
1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ.
β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.)
2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη της οικογένειας αυτής (πρβλ. σκέπη, σκέπω, σκεπάζω κ.λπ.), η οποία έχει την ειδική σημ. της προστασίας και όχι απλώς της κάλυψης και έτσι διακρίνεται από τις οικογένειες τών ρ. καλύπτω και στέγω. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kepure, ρωσ. čepec με σημ. «σκούφια»].
Greek Monotonic
σκέπας: -αος, τό (σκέπω), σκέπασμα, κάλυμμα, στέγαστρο, καταφύγιο· ἐπὶ σκέπας, κάτω από το στέγαστρο ή μέσα στο καταφύγιο, σε Ομήρ. Οδ.· σκέπας ἀνέμοιο, καταφύγιο από τον άνεμο, στο ίδ.· ονομ. και αιτ. πληθ. σκέπᾰ, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
σκέπας: αος τό (у Hes. pl. τὰ σκέπᾰ) защита, прикрытие: σ. ἀνέμοιο Hom. укрытое от ветра место; σ. ἐν νιφετῷ Anth. (о шляпе) защита от снега.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκέπας -αος, τό, plur. σκέπᾰ, beschutting, beschutte plaats.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: shelter, protection, cover (Od., E., Lyc, AP a.o.), pl. acc. σκέπα (Hes. Op. 532; Sommer Μν. χάριν 2, 147); σκέπη f. cover, screen, protection (IA.).
Compounds: As 2. member -σκεπής (σκέπος only EM), e.g. ἀνεμο-σκεπής screening from wind (Π 224); also connected with σκέπω as περι-, κατα-σκεπ-ής a. o.
Derivatives: Besides σκέπω, only pres. a. ipf. (Hp., Plb., most late), σκεπάω only 3. pl. σκεπόωσι (ν 99; σκεπάουσι v.l. Theoc. 16, 81); furher σκεπ-άζω, aor. -άσαι, as σκέπω also w. κατα-, περι-, ἐπι- a. o. (IA., hell. a. late) to cover, to screen, (from something) to protect. -- From σκέπω : 1. σκεπ-ανός screening, protecting (Opp., AP), -ανον (-ανος) n. (m.) cover, protection (AP); also (from σκέπας, -η?) -εινός (-η-, -ι-) id., also protected (Skymn., LXX, medic. a. o.; after αἰπεινός etc.); unclear σκέπανος (-ι-) m. fishname, tuna? (Opp., Dorio ap. Ath.; cf. Strömberg Fischn. 128, Thompson Fishes s. v.); 2. περίσκεπ-τος = περισκεπής, protected all around : περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ (Od.; or visible all around, to σκέπτομαι?; cf. below); 3. as first member in the governing comp. σκεπ-ώνιον n. store-house (pap. IIIp). -- From σκεπάζω : σκέπ-ασμα n. cover (Pl., Arist. etc.), -ασις f. (LXX), -ασμός m. (EM) cover; -αστής m. screener, protector (LXX), -αστικός (Arist. etc.), -αστήριος (D.S., D.H. etc.) covering, protecting, -αστρον n. cover, veil (Sm.), (παρα-) -άστρα f. bandage (Gal.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As the seemingly primary σκέπω is only late attested, the question rises, whether it must not be understood as backformation to the denominative σκεπάζω (Schwyzer 684) or to σκέπ-η (cf. στέγ-ω : -η), -ας. Against it speaks only the ep. verbal adj. περίσκεπτος, which however is used only in a standing expression in the Od. and perh. as later (Arat., Call. a. o.) must be connected with σκέπτομαι. -- Isolated. Since Berneker connected wiht a formally and phonetically deviant Balto-Slav. word for cap, hood, e.g. Lith. kepùre, Russ. čepéc; s. Fraenkel and Vasmer w. further forms and lit.
Middle Liddell
σκέπας, αος, εος, τό, σκέπω
a covering, shelter, ἐπὶ σκέπας in or under shelter, Od.; σκέπας ἀνέμοιο shelter from the wind, Od.; nom. and acc. pl. σκέπᾰ, Hes.