σκέπας

From LSJ
Revision as of 14:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέπας Medium diacritics: σκέπας Low diacritics: σκέπας Capitals: ΣΚΕΠΑΣ
Transliteration A: sképas Transliteration B: skepas Transliteration C: skepas Beta Code: ske/pas

English (LSJ)

gen.

   A -αος Arat.857: τό: (σκέπω):—covering, shelter, Hom., only in Od.; κὰδ δ' ἄρ' Ὀδυσσῆ' εἷσαν ἐπὶ σκέπας placed him in or under shelter, 6.212, cf. 210; σ. ἀνέμοιο shelter from the wind, 5.443, 12.336: abs. in poet. nom. and acc. pl. σκέπᾰ, Hes.Op.532; σκέπας ὅρμων Lyc.736; of clothes, χλαίνης λιτὸν σ. AP9.43 (Parmen.); of the Maced. hat (καυσία), ib.6.335 (Antip. Thess.): pl., ζωσάμενοι σκέπασι λινοῖς Porph.Abst.4.12 codd. (σκεπάσμασι is prob. l.): metaph. in sg., pretext, pretence, E.Antiop. iv B 2 Arnim.—In Prose commonly σκέπη (q.v.), or σκέπασμα.

German (Pape)

[Seite 892] αος, τό, Decke, Hülle, Schutzdach; ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο, es war Schutz vor dem Winde, Od. 5, 443. 7, 282. 12, 336; plur., σκέπα, Hes. O. 534; vgl. Ruhnk. H. h. Cer. 12; einzeln bei sp. D., wie Arat. 1126; σκέπας ἐν νιφετῷ, Antp. Th. 10 (VI, 335).

Greek (Liddell-Scott)

σκέπας: -αος, τό, (σκέπω) κάλυμμα, σκέπασμα, σκέπη, Ὅμ. (ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ Ὀδ.)· κὰδ δ’ ἄρ’ Ὀδυσσῆ’ εἶσαν ἐπὶ σκέπας, ἔθηκαν αὐτὸν ὑπὸ σκέπην, Ζ. 212, πρβλ. 210· σκέπας ἀνέμοιο, σκέπηπροφύλαξις ἀπὸ τοῦ ἀνέμου, Ε. 443, Η. 281, Μ. 336· ἀπολ. ἐν ποιητικ. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. σκέπᾰ (πρβλ. κρέᾰ) Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 530, π ρβλ. Ruhnk. εἰς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 12· οὕτω, σκ. ὅρμου Λυκόφρ. 736· ἐπὶ ἐνδυμάτων, Ἀνθ. Π., κλ., ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ Μακεδονικοῦ πίλου (καυσίη), αὐτόθι 6. 335· - ἐν τῷ πληθ., ζωσάμενοι σκέπασι λινοῖς Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 12. - Παρὰ πεζογράφοις συνήθως σκέπη (ὃ ἴδε), ἢ σκέπασμα. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκέπας· σκέπη. ὑποδοχή».

French (Bailly abrégé)

αος (τό) :
abri : ἀνέμοιο OD contre le vent.
Étymologie: R. Σκεπ, couvrir, protéger ; v. σκέπω.

English (Autenrieth)

shelter; ἀνέμοιο, ‘against the wind,’ Od. 6.210. (Od.)

Greek Monolingual

-αος, τὸ, Α
1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ.
β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.)
2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη της οικογένειας αυτής (πρβλ. σκέπη, σκέπω, σκεπάζω κ.λπ.), η οποία έχει την ειδική σημ. της προστασίας και όχι απλώς της κάλυψης και έτσι διακρίνεται από τις οικογένειες τών ρ. καλύπτω και στέγω. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με λιθουαν. kepure, ρωσ. čepec με σημ. «σκούφια»].

Greek Monotonic

σκέπας: -αος, τό (σκέπω), σκέπασμα, κάλυμμα, στέγαστρο, καταφύγιο· ἐπὶ σκέπας, κάτω από το στέγαστρο ή μέσα στο καταφύγιο, σε Ομήρ. Οδ.· σκέπας ἀνέμοιο, καταφύγιο από τον άνεμο, στο ίδ.· ονομ. και αιτ. πληθ. σκέπᾰ, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

σκέπας: αος τό (у Hes. pl. τὰ σκέπᾰ) защита, прикрытие: σ. ἀνέμοιο Hom. укрытое от ветра место; σ. ἐν νιφετῷ Anth. (о шляпе) защита от снега.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκέπας -αος, τό, plur. σκέπᾰ, beschutting, beschutte plaats.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: shelter, protection, cover (Od., E., Lyc, AP a.o.), pl. acc. σκέπα (Hes. Op. 532; Sommer Μν. χάριν 2, 147); σκέπη f. cover, screen, protection (IA.).
Compounds: As 2. member -σκεπής (σκέπος only EM), e.g. ἀνεμο-σκεπής screening from wind (Π 224); also connected with σκέπω as περι-, κατα-σκεπ-ής a. o.
Derivatives: Besides σκέπω, only pres. a. ipf. (Hp., Plb., most late), σκεπάω only 3. pl. σκεπόωσι (ν 99; σκεπάουσι v.l. Theoc. 16, 81); furher σκεπ-άζω, aor. -άσαι, as σκέπω also w. κατα-, περι-, ἐπι- a. o. (IA., hell. a. late) to cover, to screen, (from something) to protect. -- From σκέπω : 1. σκεπ-ανός screening, protecting (Opp., AP), -ανον (-ανος) n. (m.) cover, protection (AP); also (from σκέπας, ?) -εινός (-η-, -ι-) id., also protected (Skymn., LXX, medic. a. o.; after αἰπεινός etc.); unclear σκέπανος (-ι-) m. fishname, tuna? (Opp., Dorio ap. Ath.; cf. Strömberg Fischn. 128, Thompson Fishes s. v.); 2. περίσκεπ-τος = περισκεπής, protected all around : περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ (Od.; or visible all around, to σκέπτομαι?; cf. below); 3. as first member in the governing comp. σκεπ-ώνιον n. store-house (pap. IIIp). -- From σκεπάζω : σκέπ-ασμα n. cover (Pl., Arist. etc.), -ασις f. (LXX), -ασμός m. (EM) cover; -αστής m. screener, protector (LXX), -αστικός (Arist. etc.), -αστήριος (D.S., D.H. etc.) covering, protecting, -αστρον n. cover, veil (Sm.), (παρα-) -άστρα f. bandage (Gal.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As the seemingly primary σκέπω is only late attested, the question rises, whether it must not be understood as backformation to the denominative σκεπάζω (Schwyzer 684) or to σκέπ-η (cf. στέγ-ω : ), -ας. Against it speaks only the ep. verbal adj. περίσκεπτος, which however is used only in a standing expression in the Od. and perh. as later (Arat., Call. a. o.) must be connected with σκέπτομαι. -- Isolated. Since Berneker connected wiht a formally and phonetically deviant Balto-Slav. word for cap, hood, e.g. Lith. kepùre, Russ. čepéc; s. Fraenkel and Vasmer w. further forms and lit.

Middle Liddell

σκέπας, αος, εος, τό, σκέπω
a covering, shelter, ἐπὶ σκέπας in or under shelter, Od.; σκέπας ἀνέμοιο shelter from the wind, Od.; nom. and acc. pl. σκέπᾰ, Hes.