ἁρπεδόνη

From LSJ
Revision as of 16:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρπεδόνη Medium diacritics: ἁρπεδόνη Low diacritics: αρπεδόνη Capitals: ΑΡΠΕΔΟΝΗ
Transliteration A: harpedónē Transliteration B: harpedonē Transliteration C: arpedoni Beta Code: a(rpedo/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A cord, for binding or snaring game, X.Cyr.1.6.28, AP9.244 (Apollonid.).    2 yarn of which cloth is made, Hdt.3.47, Aristias 2 (ap.Poll.7.31), AP6.160 (Antip. Sid.); silk-worm's thread, Paus.6.26.8; bow-string, AP5.193 (Posidipp. or Asclep.).    II ἁρπεδόναι· τῶν ἀμαυρῶν ἄστρων σύγχυσις (i.e. band of stars connecting Pisces), Hsch., cf. Vitr.9.5.3.

German (Pape)

[Seite 359] ἡ, Seil, Strick, um etwas zu fangen, Xen. Cyr. 1, 6, 28; vgl. Poll. 5, 33; τοῦ θώρηκος Her. 3, 47, mit dem der Harnisch über der Schulter befestigt ist; vgl. Poll. 7, 31; στρεπτή, Bogensehne, Ant. Sid. 26 (VI, 160); vgl. Apolld. 15 (IX, 244).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρπεδόνη: ἡ, σχοινίον θηρευτικὸν πρὸς παγίδευσιν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 1, 28, Ἀνθ. Π. 9. 244, Πολυδ. Ε΄, 33, πρβλ. λέξιν σειράς. 2) νῆμα, κλωστὴ πρὸς ὕφανσιν, Ἡρόδ. 3. 47, Κριτίας 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 160, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 31: ὁ μίτος τῶν μεταξοσκωλήκων ἀφ’ οὗ τὰς αἰσθῆτας ἐποίουν οἱ Σῆρες, Παυσ. 6. 26, 8· νευρὰ τόξου, Ἀνθ. Π. 5. 194. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. ῥῆμα arpayâmi (προσαρμόζω), ἴδε ἐν λ.*άρω).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 corde tendue pour un piège;
2 cordon ou lacet de cuirasse.
Étymologie: DELG ?

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 cuerda o lazo de caza, X.Cyr.1.6.28, AP 9.244 (Apollonid.), de un arco AP 5.194 (Posidipp.).
2 hilo Hdt.3.47, Aristias 2, Arist.HA 527a29, PTeb.703.98 (III a.C.), AP 6.160 (Antip.Sid.)
seda Paus.6.26.8.
3 caza con lazo Sud.s.u. ἁρπεδόνες.
4 astr. el cordel n. dado al conjunto de nebulosas y estrellas que unen a los dos peces de la constelación Piscis, Vitr.9.5.3, Hsch.

Greek Monolingual

και -να, η (Α ἁρπεδών, -όνος και -δόνη)
νήμα
αρχ.
1. σχοινί για παγίδευση ζώων
2. η χορδή του τόξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνθεση του τ. αρπεδόνη με το αρχ. ινδ. αrpάyαti «τοποθετώ, στερεώνω» δεν είναι ικανοποιητική από σημασιολογικής απόψεως, ο δε τ. αrpάyαti αποτελεί ινδικό νεώτερο σχηματισμό. Επίσης ο συσχετισμός του με τα άρπη, αρπάζω δεν δικαιολογείται από τις σημασίες του τ. αρπεδόνη «χορδή», «σχοινί». Ο παράλληλος τ. αρπεδών σχηματίζεται με το επίθημα -δων, το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου].

Greek Monotonic

ἁρπεδόνη: ἡ, σχοινί για δέσιμο ή παγίδευση θηράματος, σε Ξεν.· χορδή τόξου, (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἁρπεδόνη:
1) шнур, завязка (τοῦ θώρηκος Her.);
2) петля, аркан Xen., Anth.;
3) тетива Anth.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: cord, yarn, used to ensnare game, etc. (Hdt.)
Other forms: also -εδών f. (AP)
Derivatives: ἁρπεδονίζειν λωποδυτεῖν. καὶ διὰ σπάρτου θηρᾶν H. -
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Cf. the names of instruments in -δών, -δόνη (Schwyzer 529f., 490, Chantr. Form. 361f., 207). Connection with ἁρπάζω is improbable for a word for cord. Grošelj (s. ἀρπεδής) connects Lith. ver̃pti to spin, but then -αρ- must be analogical after -ερ-.

Middle Liddell


a cord, for binding or for snaring game, Xen.: a bowstring, Anth. [Deriv. unknown.]