γανόω

From LSJ
Revision as of 19:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰνόω Medium diacritics: γανόω Low diacritics: γανόω Capitals: ΓΑΝΟΩ
Transliteration A: ganóō Transliteration B: ganoō Transliteration C: ganoo Beta Code: gano/w

English (LSJ)

   A make bright, polish, Plu.2.74e: metaph., τὰ πράγματα τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ib.683e:—metaph. in Pass., ἀληθείας φωτὶ γεγανωμένα Dam.Pr.33,cf.26; ὰὴρ . . ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3; ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις glorified, Epigr.Gr.985 (Philae); make glad, delight, τὴν ψυχήν Ph.1.121:—Pass., to be made glad, exult, ταῦθ' ὡς ἐγανώθην Ar.Ach.7, Ph.1.c., al.:—esp. pf. part. Pass. γεγανωμένος bright, χλανίς Phld.Vit.p.21 J.; glad-looking, στίλβων καὶ γεγανωμένος Anacr.13A; γεγ. ὑπὸ τῆς ᾠδῆς, under the glamour of song, Pl.R.411a, cf. Phld.Mort.13, Plu.2.42c; γεγ. καὶ ἀνθηρός, of oratorical style, Id.TG2.    II tin, lacker, ἀγγεῖον γεγανωμένον Crito ap.Gal.12.490; γ. τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55, cf. Eust.1188.61.

German (Pape)

[Seite 473] glänzend machen, glätten, καὶ ἐπιλεαίνω Plut. de ad. et am. discr. 52; χρώμασι, anstreichen, Symp. 5, 8, 2; γεγανωμένα, überzinnie Kupfergefäße, Medic.; – erheitern, Anacr. 48, 12; pass., ergötzt werden, Ar. Ach. 7; ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. Rep. III, 411 a.

Greek (Liddell-Scott)

γανόω: λαμπρύνω, στιλβώνω, Πλούτ. 2 74D, 683E· ἑοῖς ἐγάνωσεν ἰάκχοις, ἐδόξασεν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 985· - παθ., πληροῦμαι χαρᾶς, ἀγάλλομαι, ταῦθ’ ὡς ἐγανώθην Ἀριστοφ. Ἀχ. 7· ἀλλ’ ἀείποτε σχεδὸν κατὰ μετοχ. παθ. πρκμ. γεγανωμένος, ὡς τὸ Λατ. nitidus, Ἀνακρ. 11, Πλάτ. Πολ. 411A, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 2. 42Β· - παρ’ Εὐστ. 1188.61, γεγανωμένα, ἀγγεῖα διὰ κασσιτέρου ἐπικεχρισμένα.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et ao. ἐγάνωσα;
Pass. ao. ἐγανώθην, pf. γεγάνωμαι;
faire briller, rendre luisant, polir.
Étymologie: γάνος¹.

Spanish (DGE)

(γᾰνόω) I tr.
1 hacer brillar, pulir τὰ πληγέντα καὶ περικοπέντα τῶν ἀγαλμάτων Plu.2.74e, τῆς Ἀφροδίτης τὸ ἄγαλμα γανώσαντι IG 11(2).144B.5 (Delos IV a.C.), cf. ID 461.Ab.35
en part. perf. med.-pas. brillante ἡ τῶν συν[α] ντώντων γεγ[α] νωμένη χλα[ν] ὶς ἐνοχλεῖ Phld.Vit.p.21, del aire durante un seísmo ἦν ἅπας ζοφερὸς καὶ οἷον γεγανωμένος Agath.5.3.4
ret. del estilo oratorio ὁ (λόγος) Γαΐου πιθανὸς καὶ γεγανωμένος el estilo de Gayo vivo y brillante Plu.TG 2.
2 fig. adornar τοῖς εὐπροσωποτάτοις τῶν ἐπιθέτων ... τὰ πράγματα Plu.2.683e, en v. pas. τὰ ... ἀληθείας ... φωτὶ γεγανωμένα los (elementos) ... iluminados por la luz de la verdad Dam.Pr.33, cf. 26.
3 celebrar, cantar (στρατιά) ἃ ... ἐγάνωσεν ἰάκχοις Εἶσιν (sic), IPh.159.3 (I d.C.).
II intr. en v. med.-pas., fig. alegrarse, estar contento, deleitarse (Ἔρως) πόθῳ στίλβων ... καὶ γεγανωμένος Anacr.125, ἡ ψυχὴ γανωθεῖσα ... εἰπεῖν οὐκ ἔχει Ph.1.121
c. ac. int. τί δὴ γανοῦσθαι τοῦτο; A.Fr.78c.55, ταῦθ' ὡς ἐγανώθην ¡qué placer me causó! Ar.Ach.7
c. indicación de la causa ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Pl.R.411a, τίς ἂν οὐχὶ καὶ ἐν ταῖς τριόδοις ὁρῶν ἐγανώθη Aristid.Or.22.10, ἀνὴρ βασιλείῳ τύφῳ ... καὶ κολακείᾳ γεγανωμένος Agath.2.28.4.
III en metalurgia dar una baño de estaño en v. pas. ἀγγεῖον ... γεγανωμένον Crit.Hist. en Gal.12.490, τῷ κασσιτέρῳ Aët.12.55 (p.96), cf. Eust.1188.61.

Greek Monotonic

γᾰνόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι λαμπρό, γυαλίζω — Παθ., είμαι γεμάτος από ευτυχία, αγάλλομαι, σε Αριστοφ.· μτχ. Παθ. παρακ. γεγανωμένος, όπως το Λατ. nitidus, εύχαρις, εύθυμος, κεφάτος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰνόω:
1) делать блестящим, полировать, обрабатывать (τὰ περικοπέντα τῶν ἀγαλμάτων Plut.): λόγος γεγανωμένος Plut. тщательно отделанная речь;
2) разукрашивать, наряжать (ἀνθηροῖς χρώμασί τι Plut.): γεγανωμένος καὶ ἀνθηρός Plut. нарядный и изящный;
3) веселить, радовать Anacr.: ταῦθ᾽ ὡς ἐγανώθην! Arph. как я был обрадован этим!; γεγανωμένος ὑπὸ τῆς ᾠδῆς Plat. наслаждаясь пением.

Middle Liddell

[from γάνος
to make bright:— Pass. to be made glad, exult, Ar.; part. perf. pass. γεγανωμένος, like Lat. nitidus, glad-looking, joyous, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γανόω γάνος med.-pass. vrolijk zijn, verheugd zijn, juichen: met acc. resp...; ταῦθ ’ ὡς ἐγανώθην wat had ik daar een plezier in! Aristoph. Ach. 7; met ὑπό + gen. : γεγανωμένος ὑπὸ τῆς ᾠδῆς verrukt over het gezang Plat. Resp. 411a.
γανόω ep. voor γανάω.