δυσπαθής

From LSJ
Revision as of 19:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαθής Medium diacritics: δυσπαθής Low diacritics: δυσπαθής Capitals: ΔΥΣΠΑΘΗΣ
Transliteration A: dyspathḗs Transliteration B: dyspathēs Transliteration C: dyspathis Beta Code: duspaqh/s

English (LSJ)

ές, (παθεῖν)

   A feeling to excess, opp. ἀπαθής, ib.102d.    II not easily affected, τὸ ὅμοιον ὑπὸ τοῦ ὁμοίου -έστερον ib.651c: abs., impassive, ib.454c, Luc.Anach. 24, Plot.1.4.8.

German (Pape)

[Seite 685] ές (παθεῖν), 1) schwer leidend; bes. ungeduldig im Leid, Plut. Consol. ad Apoll. p. 318, Ggstz ἀπαθής. – 2) unempfindlich gegen Leiden, abgehärtet; Luc. Gymn. 24; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπᾰθής: -ές, (παθεῖν) εἰς ὑπερβολὴν αἰσθανόμενος, μὴ ὑπομένων τὰ πάθη, ἀντίθ. ἀπαθής, Πλούτ. 2. 102D. ΙΙ. Δυσκόλως αἰσθανόμενος ἢ διατιθέμενος, πολὺ ὅμοιον τῷ ἀπαθής, αὐτόθι 454C, Λουκ. Ἀναχ. 24. -Ἐπίρρ. δυσπαθῶς Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 74, 100, 255 (Migne).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui ressent vivement la souffrance;
2 impassible contre la douleur.
Étymologie: δυσ-, πάθος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1muy afectado, que lo pasa mal de pers., op. ἀπαθής Plu.2.102d.
2 que no se afecta con facilidad, resistente, firme τὸ ὅμοιον ὑπὸ τοῦ ὁμοίου δυσπαθέστερόν ἐστιν lo semejante es difícil de afectar por lo semejante Plu.2.651c
poco sensible, resistente al dolor o la enfermedad ἡ δ' ἀφὴ <πρὸς> τὰ ἕλκη δ. Plu.2.625b, τὰ σώματα Luc.Anach.24, Gal.1.219, ζῷα Hierocl.2.19, a las pasiones ποιεῖν δυσπαθῆ τὴν ψυχήν Plu.2.454c, cf. Plot.1.4.8.
3 difícil de dañar, duro, resistente ὀφθαλμοί en algunos anim., Gal.2.879, de otras partes del cuerpo, Gal.3.126, Horap.2.10, Gr.Nyss.M.44.252B, Steph.in Hp.Progn.134.30, 136.3.
II adv. -ῶς a duras penas, pasándolo mal εἰκὸς δ. ἕξειν τοὺς ἐντευξομένους Origenes M.12.272C.

Greek Monolingual

δυσπαθής, -ές (Α)
1. ευαίσθητος, ευπαθής
2. αυτός που δύσκολα προσβάλλεται, που δεν υφίσταται επίδραση.

Greek Monotonic

δυσπᾰθής: -ές (παθεῖν), αυτός που δεν αντέχει στις ταλαιπωρίες, σε Πλούτ.· απαθής, αναίσθητος, ατάραχος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπᾰθής:
1) тяжко страдающий (οὔτ᾽ ἀπαθής, οὔτε δ. Plut.);
2) нечувствительный к страданиям, закаленный (δυσπαθῆ τὴν ψυχὴν ποιεῖν Plut.; δυσπαθέστερα τὰ σώματα γίγνονται Luc.).

Middle Liddell

δυσ-πᾰθής, ές παθεῖν
impatient of suffering, Plut.: hardly feeling, impassive, Luc.