Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄρριχος

From LSJ
Revision as of 20:20, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρρῐχος Medium diacritics: ἄρριχος Low diacritics: άρριχος Capitals: ΑΡΡΙΧΟΣ
Transliteration A: árrichos Transliteration B: arrichos Transliteration C: arrichos Beta Code: a)/rrixos

English (LSJ)

ἡ,

   A wicker basket, Ar.Av.1309, Thphr.CP1.7.2: masc. in AP7.410 (Diosc.):—also ἄρσῐχος, D.S.20.41, Marm.Par.55, IG12 (7).162.22,42 (Amorgos).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ, postér. ὁ)
corbeille, panier.
Étymologie: DELG pê emprunté.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ

• Alolema(s): ἄρσιχος, ὁ IG 12(7).62.22 (Amorgos IV a.C.), Marm.Par.39, D.S.20.41; ἄρσικος, ὁ AB 446.30

• Morfología: [masc. AP 7.410 (Diosc.), EM 149.30]
canasta, canastillo τὰς ἀρρίχους καὶ τοὺς κοφίνους ἅπαντας ἐμπίμπλημι πτερῶν Ar.Au.1309, ἰσχάδων ἄρριχον Plu.2.527d, cf. IG l.c., Thphr.CP 1.7.2, Marm.Par.l.c., Philostr.VA 2.8, Com.Adesp.1342, D.C.65.18.2, AP l.c., D.S.l.c., Hsch., AB l.c., EM l.c.

• Etimología: Etim. dud. quizá prést.

Greek Monolingual

ἄρριχος, η (Α)
κοφίνι από λυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνειο. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με επίθημα -χος (πρβλ. σύρριχος «καλάθι»). Ο αττ. τ. άρριχος σχηματίστηκε με αφομοίωση από τον ιων. τ. άρσιχος. Το θέμα αρσι-προήλθε πιθ. από ŗso / ŗsi- < ΙΕ. ρίζα ers- / res- «στρέφω, τυλίγω, πλέκω» (πρβλ. αρχ. ινδ. rajjuh «σχοινί», λατ. restis «σχοινί» κ.ά.) ή κατ' άλλους από το αίρω «υψώνω»].

Greek Monotonic

ἄρρῐχος: ἡ και ὁ, καλάθι που είναι κατασκευασμένο από καλάμι ή λυγαριά, σε Αριστοφ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρρῑχος: ἡ (Anth. ὁ) корзина Arph., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. (m.)
Meaning: basket (Ar.)
Other forms: ἀρίσκος· κόφινος [basket] η ἀγγεῖον λύγινον [`of wood, agnus castus'] H.
Derivatives: ἄρσιχος (D. S.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. -ρσ- > -ρρ- is normal; Forbes, Glotta 36, 1958, 265. The suffix in the synonym σύριχος etc. (Schwyzer 498, Chantr. Form. 402). Fur. 348 compares ἄρυσος\/ἔ- basket. Prob. a substr. word. (Not to ἀερσι- with DELG)

Middle Liddell

a wicker basket, Ar., Anth.