δύσμαχος
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ον,
A hard to fight with, unconquerable, X.HG4.2.10 (Comp.), E.Hec.1055 (Sup.); πάντων -ώτατον γυνή Id.Fr.544; of things, A.Pr.921, Pl.Lg.863b, D.1.4, etc. 2 generally, difficult, δ. κρῖναι A.Ag.1561 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu bekämpfen, unbezwinglich, τέρας Aesch. Prom. 921, im superl., wie Eur. Hec. 1055; θυμός Plat. Legg. IX, 863 b; Folgde, z. B. Dem. 1, 4 πρᾶγμα; vgl. Strat. 24 (XII, 182); übh. = schwer, Aesch. Ag. 1561 δύσμαχα δ' ἐστὶ κρῖναι.
Greek (Liddell-Scott)
δύσμᾰχος: -ον, δυσμάχητος, δυσπολέμητος, Αἰσχύλ. Πρ. 921, Εὐρ. Ἑκ. 1055, Πλάτ., κτλ. 2) καθόλου, δύσκολος, δυσχερής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1561.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à combattre, invincible;
2 difficile (à décider).
Étymologie: δυσ-, μάχομαι.
Spanish (DGE)
(δύσμᾰχος) -ον
1 difícil de combatir δυσμαχώτατον τέρας A.Pr.921, θυμός E.Hec.1055, cf. Pl.Lg.863b, Ἔρως, πάντων δυσμαχώτατος θεός E.Fr.430.3, πάντων δυσμαχώτατον γυνή E.Fr.544, cf. 429.3, τὸ πλῆθος E.Hec.884, ἄγρα IG 13.1163.38 (V a.C.), τοῦθ' ὃ δυσμαχώτατόν ἐστι τῶν Φιλίππου πραγμάτων D.1.4, νεότης ... κακὸν δ. Ph.2.574, ἄρκτων γένη Lib.Ep.1399.5
•milit. de los lacedemonios, X.HG 4.2.12, de los romanos, Plb.15.15.8, de los galaicos, Str.3.3.2, gener. X.Eq.Mag.8.18
•del diablo astuto, pérfido δύσμαχε, πῶς φάος ἦλθες, ἐὼν ζόφος; Gr.Naz.M.37.1398
•difícil de conquistar δ. τοῖς ἐπιβουλεύουσιν del Nilo, Isoc.11.13, τὸ γὰρ δυσμαχώτερον, περισπουδαστότερον Gr.Naz.M.36.345A
•difícil de persuadir ἀπειρήτων νόος ἀνδρῶν δ. Opp.H.1.220
•simpl. difícil, que ofrece resistencia c. inf. ὀνείδη ... δύσμαχα δ' ἐστι κρῖναι son ultrajes que ofrecen resistencia a ser juzgados A.A.1561.
2 que lucha en vano de Aura perseguida por Némesis, Nonn.D.48.452.
Greek Monolingual
δύσμαχος, -ον (Α)
1. δυσπολέμητος
2. ακαταμάχητος
3. δύσκολος.
Greek Monotonic
δύσμᾰχος: -ον (μάχομαι), δυσπολέμητος, ασυναγώνιστος, ανίκητος, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· γενικά, δύσκολος, δυσχερής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δύσμᾰχος:
1) неодолимый (τέρας Aesch.; Θρῇξ Eur.; θυμός Plat.; πρᾶγμα Dem.; πολέμιος Plut.);
2) неприступный (ὄρος Plut.);
3) трудный: δ. κρῖναι Aesch. неразрешимый.
Middle Liddell
δύσ-μᾰχος, ον μάχομαι
hard to fight with, unconquerable, Aesch., Eur., etc.: generally, difficult, Aesch. to bear ill-will, τινί against another, Eur., Dem.