εὔγναμπτος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
Ep. ἐΰγν-, ον,
A well-bent, well-twisted, κληῗσιν ἐϋγνάμπτοις Od.18.294; χαλινοί Opp.H.5.498; περόναι A.R.3.833; ἄγκυρα Orph.A.498, etc. εὔγναπτοις· καλῶς κατεσκευασμένοις, Hsch. (v.l. in Od. 18.294).
German (Pape)
[Seite 1060] (auch εὐγνάμπτη, D. Perieg. 1115, l. d., wie Nic. Th. 480), ep. ἐΰγναμπτος, schön gekrümmt; κληϊδες Od. 18, 294; περόναι Ap. Rh. 3, 833; a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
εὔγναμπτος: Ἐπικ. ἐΰγναμπτος, ον, καλῶς ἐπικεκαμμένος, κληῖσιν ἐϋγνάμπτοις Ὀδ. Σ. 294· χαλινοὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 498· περόνη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 833· ἄγκυρα Ὀρφ., κλ. - Περὶ τοῦ θηλ. εὐγνάμπτη ἴδε Λοβεκ. Παρ. 459, κἑξ.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰγναμπτος;
ος, ον :
artistement courbé, bien arrondi.
Étymologie: εὖ, γνάμπτω.
English (Autenrieth)
ἐύγ. (γνάμπτω): gracefully bent, Od. 18.294†.
Greek Monolingual
εὔγναμπτος, -ον και επικ. τ. ἐΰγναμπτος (Α)
ο καλά λυγισμένος (α. «κληϊσιν εὐγνάμπτοις» β. «εὔγναμπτοι περόναι» γ. «εὔγναμπτος ἄγκυρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γναμπτός «καμπύλος»].
Greek Monotonic
εὔγναμπτος: Επικ. ἐΰγν-, -ον, καλολυγισμένος, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
εὔγναμπτος: эп. ἐΰγναμπτος, v. l. ἐϋγναμπτός 2 красиво изогнутый, изящно загнутый (κληΐς Hom.; ἕλιξ HH).
Middle Liddell
well-bent, Od.