κακοφραδής

From LSJ
Revision as of 23:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοφρᾰδής Medium diacritics: κακοφραδής Low diacritics: κακοφραδής Capitals: ΚΑΚΟΦΡΑΔΗΣ
Transliteration A: kakophradḗs Transliteration B: kakophradēs Transliteration C: kakofradis Beta Code: kakofradh/s

English (LSJ)

ές, (φράζομαι) poet. word,

   A bad in counsel, foolish, Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδές Il.23.483, cf. A.R.3.936: neut., κακοφραδές, as Adv., foolishly, Euph.98.2.

German (Pape)

[Seite 1305] ές, Schlechtes sinnend, vorhabend, Il. 23, 483 u. sp. D., wie Ap. Rh. 3, 936.

Greek (Liddell-Scott)

κακοφρᾰδής: -ές, (φράζομαι), ὁ κακῶς ἐπιλογιζόμενος, «κακόβουλος» (Σχόλ.), Αἶαν, νεῖκος ἄριστε, κακοφραδὲς Ἰλ. Ψ. 483, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 936· - οὐδ. κακοφραδές, ὡς Ἐπίρρ., ἀνοήτως, μωρῶς, Εὔφορος, ἐν Ἀποσπ. 50. Μόνον ποιητ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a de mauvais desseins, malveillant.
Étymologie: κακός, φράζομαι.

English (Autenrieth)

ές (φράζομαι): illjudging, perverse, Il. 23.483†.

Greek Monolingual

κακοφραδής, -ές (Α)
(ποιητ. λ.)
1. αυτός που διανοείται να διαπράξει κακά πράγματα, κακόβουλος («Αἶαν, νεῑκος ἄριστε, κακοφραδές», Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) κακοφραδές
ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φραδής (< φράζω), πρβλ. ολιγο-φραδής.

Greek Monotonic

κᾰκοφρᾰδής: -ές (φράζομαι), κακόβουλος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοφρᾰδής: злоумышляющий, коварный (Αἴας Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοφραδής -ές [κακός, φράζομαι] onberaden, dwaas:. Αἶαν... κακοφραδές Ajax, dwaas! Il. 23.483.

Middle Liddell

κᾰκο-φρᾰδής, ές [φράζομαι]
bad in counsel, Il.