προσδεής

From LSJ
Revision as of 00:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδεής Medium diacritics: προσδεής Low diacritics: προσδεής Capitals: ΠΡΟΣΔΕΗΣ
Transliteration A: prosdeḗs Transliteration B: prosdeēs Transliteration C: prosdeis Beta Code: prosdeh/s

English (LSJ)

ές,

   A needing besides, yet lacking, τινος Pl.Ti.33d, Luc. Demon.4, Poll.5.170.

German (Pape)

[Seite 754] ές, noch dazu bedürfend, bedürftig, c. gen., Plat. Tim. 33 d u. Sp., wie Luc. Demon. 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσδεής: -ές, ὁ ἔχων χρείαν τινὸς προσέτι, τινος Πλάτ. Τίμ. 33D, Λουκ. Δημώνακτ. βίος 4, Πολυδ. Ε΄, 170.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a encore besoin de, gén..
Étymologie: προσδέομαι.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει την ανάγκη κάποιου επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -δεής (< δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. εν-δεής].

Greek Monotonic

προσδεής: -ές (δέω Β), αυτός που έχει επιπλέον ανάγκη, αυτός που έχει ακόμα έλλειψη, τινος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσδεής: сверх того нуждающийся, имеющий надобность (τινος Plut., Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσδεής -ές [προσδέομαι] ook nog nodig hebbend, met gen.

Middle Liddell

προσ-δεής, ές [δέω2]
needing besides, yet lacking, τινος Plat.