λωφάω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A rest, give over, ὅδε μὲν τάχα λωφήσει Il.21.292; εἰ λωφήσω τρεῖς ὥρας dub. in Phld.Herc.1251.18. 2 c. gen. (cf. καταλωφάω), take rest or abate from, recover from, χόλου, πόθου, A.Pr. 378, 654; πόνου S.Aj.61; τῆς ὀδύνης Pl.Phdr.251 c; φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν Id.R.620c; so λ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Th.6.12. 3 c. part., cease to do, πρήσων A.R.4.819, cf. AP5.187 (Leon.). 4 abate, of pain, Hp.Int.49; of a disease, Th.2.49, Pl.Lg.854c; of misfortunes, Th.7.77; of wind, Arist.Mete.362a7; of the sea, Id.Pr. 934b15; ὅταν λωφήσωσιν οἱ λίθοι X.An.4.7.6. II trans., lighten, relieve, ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω A.Pr.27: c. gen., ἀχέων λωφήσετε θυμόν relieve your mind from pains, Emp.145.2.
Greek (Liddell-Scott)
λωφάω: μέλλ. -ήσω, παύομαι, λήγω, ὅδε μὲν τάχα λωφήσει Ἰλ. Φ. 292. 2) μετὰ γεν. (πρβλ. καταλωφάω), ἀναπαύομαι, ἡσυχάζω ἀπό..., τῆς νούσου Ἱππ. 559. 29· χόλου, πόθου Αἰσχύλ. Πρ. 376, 654· πόνου Σοφ. Αἴ. 61· τῆς ὀδύνης Πλάτ. Φαῖδρ. 251D· φιλοτιμίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 620C· οὕτω, λ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Θουκ. 6. 12. 3) μετὰ μετοχ., παύομαι πράττων τι, πρήσσων Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 819, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 188. 1) καταπίπτω, καταπραΰνομαι, ἐπὶ νόσου, Θουκ. 2. 49, πρβλ. 7. 77, Πλάτ. Νόμ. 854C· ἐπὶ ἀνέμου, κοπάζω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1627, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 7· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 29. ΙΙ. μεταβ., ἀνακουφίζω, ἐλαφρύνω, ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω Αἰσχύλ. Πρ. 27· μετὰ γεν., οὔποτε δειλαίων ἀχέων λωφήσετε θυμὸν Ἐμπεδ. 456. (Κατὰ τοὺς γραμματικ. συγγενὲς τῷ λόφος, τράχηλος, καὶ μεταφορ., ἐκ τῶν ὑποζυγίων κτηνῶν, ἀπὸ τοῦ τραχήλου τὸ ἄχθος ἀποθέσθαι Ἡσύχ.).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐλώφησα, pf. λελώφηκα;
litt. remuer le cou en tous sens en parl. d’une bête de somme qu’on vient de dételer), d’où
I. intr. 1 se reposer : ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου THC d’une maladie et d’une guerre;
2 se relâcher, cesser : χόλου ESCHL, πόθου ESCHL cesser d’être irrité, de désirer;
II. tr. soulager, calmer, apaiser : ὁ λωφήσων ESCHL celui qui soulagera, le consolateur, le libérateur futur.
Étymologie: λόφος.
English (Autenrieth)
fut. λωφήσει, aor. opt. λωφήσειε: rest from, cease from, retire, Od. 9.460, Il. 21.292.
Greek Monotonic
λωφάω: μέλ. λωφήσω,
I. 1. ξεκουράζομαι από τον κάματο, αναπαύομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με γεν., αναπαύομαι, ησυχάζω από..., αναρρώνω από..., συνέρχομαι από..., ανακουφίζομαι από..., χόλου, σε Αισχύλ.· πόνου, σε Σοφ.· λωφάω ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου, σε Θουκ.
3. εξασθενώ, καταπραΰνομαι, λέγεται για νόσο, στον ίδ.
II. μτβ., ανακουφίζω, ελαφρύνω, ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
λωφάω:
1) успокаиваться, униматься (ὅδε - sc. ποταμὸς - τάχα λωφήσει Hom.; ὁ χειμὼν ἐλώφησε Plut.);
2) приходить в себя, отдыхать, оправляться (χόλου, πόθου Aesch.; ὀδύνης Plat.; ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Thuc.);
3) успокаивать, избавлять от страданий: ὁ λωφήσων Aesch. (грядущий) избавитель.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: recover, take rest, give over, also trans. (poet.) lighten, relieve (Pl. Phdr. 251 c); on the meaning Fowler AmJPh 78, 176 a. 179.
Other forms: -έω (hell.); aor. λωφῆσαι (ι 459), fut. λωφήσω (Φ 292 etc.), perf. λελώφηκα (Th., Pl.).
Compounds: rarely with prefix, e.g. κατα-.
Derivatives: λώφησις cessation (Th.), λῶφαρ λώφημα H., λωφήϊος relieving, expiatory (A. R. 2, 485). For the form cf. πωτάομαι, νωμάω, στρωφάω usw., so prob. deverbat. (Schwyzer 719).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Connection with ἐλαφρός, ἐλαχύς etc. (Bq), is impossible. Better is the comparison with Germ., e.g. OHG labōn laben, refresh' (Bezzenberger BB 5, 318), for which however a loan from Lat. lavāre wash is considered (WP. 2, 442 f., W.-Hofmann s. lavō). Not with Schwyzer 719 n. 4: to IE *sleubh- hang down (Pok. 964).
Middle Liddell
λωφάω, fut. -ήσω
I. to rest from toil, take rest, Il.
2. c. gen. to take rest or abate from, recover from, χόλου Aesch.; πόνου Soph.; λ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Thuc.
3. to abate, of a disease, Thuc.
II. trans. to lighten, relieve, ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω Aesch. [deriv. uncertain]