ναυαγέω

From LSJ
Revision as of 04:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυᾱγέω Medium diacritics: ναυαγέω Low diacritics: ναυαγέω Capitals: ΝΑΥΑΓΕΩ
Transliteration A: nauagéō Transliteration B: nauageō Transliteration C: navageo Beta Code: nauage/w

English (LSJ)

Ion. ναυηγ-, pf.

   A νεναυάγηκα Hdt.7.236 (-ηγ-), Eub.76: (ναῦς, ἄγνυμι):—suffer shipwreck, Hdt. l. c., X.Cyr.3.1.24, D.34.10, etc.: metaph., of chariots, Id.61.29; of an earthen vessel, A.Fr. 180; of persons, ν. ἐν τοῖς ἰδίοις Thphr. ap. D.L.5.55, cf. Phld.Vit. p.33 J.; ἐν τῷ βίῳ Ceb.24.2; περὶ τὴν πίστιν 1 Ep.Ti.1.19; χὡ μὲν ἐναυάγει γαίης ἔπι AP5.208 (Posidipp. or Asclep.); ναυαγεῖ συμπόσια μὴ τυχόντα παιδαγωγίας ὀρθῆς Plu.2.622b.

German (Pape)

[Seite 230] ion. ναυηγέω, Schiffbruch leiden, scheitern; Aesch. frg. 15; Her. 7, 236, im perf.; ναυαγῆσαι ἔφη τὸ πλοῖον παραπλέον εἰς Θευδοσίαν, Dem. 35, 31; Folgde, wie Pol. 6, 44, 7. – Auch übtr. von anderen Dingen, z. B. vom zerbrochenen Wagen, Dem. 61, 29; mißlingen, zu Schaden kommen, Sp., z. B. D. L. 5, 55; ἐν οἷς τὰ πλεῖστα ναυαγεῖ συμπόσια, Plut. Symp. 1, 4 E.

Greek (Liddell-Scott)

ναυᾱγέω: Ἰων. ναυηγ- (ἄγνυμι) ὡς καὶ νῦν, ναυαγῶ, πάσχω ναυάγιον, τῶν νέες νεναυαγήκασι τετρακόσιαι Ἡρόδ. 7. 236· οἱ πλέοντες (δεδιότες) μὴ ναυαγήσωσι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 24· ὁ δὲ Λάμπις ἀναχθεὶς ἐναυάγησεν οὐ μακρὰν ἀπὸ τοῦ ἐμπορίου Δημ. 910. 7· - μεταφορ., ἐπὶ ἁρμάτων, συντρίβομαι, Δημ. 1410. 10· ἐπὶ πηλίνου ἀγγείου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179· ἐπὶ προσώπων, ν. ἐν τοῖς ἰδίοις Θεόφρ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 55, πρβλ. Πλούτ. 2. 622Β.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire naufrage.
Étymologie: ναυαγός.

Spanish

naufragar

English (Strong)

from a compound of ναῦς and ἄγω; to be shipwrecked (stranded, "navigate"), literally or figuratively: make (suffer) shipwreck.

English (Thayer)

ναυάγω: 1st aorist ἐναυαγης; (from ναυαγός shipwrecked; and this from ναῦς, and ἄγνυμι to break); frequent in Greek writings from Aeschylus and Herodotus down, to suffer shipwreck: properly, περί τήν πίστιν (as respects (A. V. concerning, see περί, II. b.) the faith), 1 Timothy 1:19.

Greek Monotonic

ναυᾱγέω: Ιων. ναυηγ-, μέλ. -ήσω, παθαίνω ναυάγιο, ναυαγώ, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για άρματα, συντρίβομαι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ναυᾱγέω: ион. ναυηγέω
1) терпеть кораблекрушение Her., Xen., Dem. etc.;
2) терпеть крушение, неудачу (ἔν τινι Plut. и περί τι NT).

Middle Liddell

ναυᾱγέω,
to suffer shipwreck, be shipwrecked, Hdt., Xen., etc.:—metaph. of chariots, to be wrecked, Dem.