ξενοδαίτης

From LSJ
Revision as of 04:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδαίτης Medium diacritics: ξενοδαίτης Low diacritics: ξενοδαίτης Capitals: ΞΕΝΟΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: xenodaítēs Transliteration B: xenodaitēs Transliteration C: ksenodaitis Beta Code: cenodai/ths

English (LSJ)

ου, Dor. -τᾱς, ὁ, (δαίς)

   A one that devours guests or strangers, of the Cyclops, Id.Cyc.658 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, der Fremde od. Gäste verzehrt, Polyphem, Eur. Cycl. 652.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδαίτης: -ου, ἡ, (δαὶς) ὁ κατατρώγων τοὺς ξενιζομένους ἢ ξένους, ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 658· ἴδε τὸ προηγ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui mange ses hôtes ou des étrangers.
Étymologie: ξένος, δαίομαι.

Greek Monolingual

ξενοδαίτης, δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α)
(για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῡ ξενοδαίτα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. κρεο-δαίτης, λαγο-δαίτης].

Greek Monotonic

ξενοδαίτης: -ου, ἡ (δαίς), αυτός που καταβροχθίζει φιλοξενούμενους ή ξένους· λέγεται για τους Κύκλωπες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ξενοδαίτης: ου adj. m пожирающий чужеземцев: ξ. θήρ Eur. = Κύκλωψ.

Middle Liddell

ξενο-δαίτης, ου, δαίς
one that devours guests or strangers, of the Cyclops, Eur.