σπονδεῖος

From LSJ
Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπονδεῖος Medium diacritics: σπονδεῖος Low diacritics: σπονδείος Capitals: ΣΠΟΝΔΕΙΟΣ
Transliteration A: spondeîos Transliteration B: spondeios Transliteration C: spondeios Beta Code: spondei=os

English (LSJ)

α, ον,

   A used at a libation, αὔλημα, μέλος, D.H.Dem.22, Poll.4.79, etc.; ὁ σ. (sc. νόμος) a piece of music used at libations, Plu.2.11 35a.    II σπονδεῖος (sc. πούς), ὁ, in metre, spondee, foot consisting of two long syllables used in melodies accompanying σπονδαί, D.H.Comp.17, Heph.3.1, etc.    2 metaph. of the pulse διὰ ἴσου, Ruf.Syn.Puls.4.

German (Pape)

[Seite 923] zur σπονδή, zur Opferspende od. zum Opfertranke gehörig; Ζεὺς σπ., der Aufseher über die σπονδαί; μέλος, αὔλημα, Sext. Emp. adv. mus. 8 u. Poll. 4, 73. 79, die bei Libationen übliche Musik; πούς, der aus zwei langen Sylben bestehende Versfuß, weil man bei Libationen eine feierliche, langsame Melodie liebte, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

σπονδεῖος: -α, -ον, ὁ ἐν χρήσει κατὰ τὴν σπονδήν, αὔλημα, μέλος Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 22, Πολυδ. Δ΄, 79, κτλ. ΙΙ. σπονδεῖος (ἐξυπακ. πούς), ὁ, ἐν τῇ μετρικῇ, ποὺς συνιστάμενος ἐκ δύο μακρῶν συλλαβῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 17. Πλούτ. 2. 1135Α, κτλ.· - ἐκλήθη δὲ οὕτως, ἐπειδὴ τοιοῦτο μέτρον ἥρμοζεν εἰς τὰς ἀργὰς καὶ σοβαρὰς μελῳδίας, ὧν χρῆσις ἐγίνετο ἐν ταῖς σπονδαῖς.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les libations ; σπονδεῖος πούς ou subst.σπονδεῖος spondée, pied de deux syllabes longues, rythme lent en usage dans les chants de libations.
Étymologie: σπονδή.

Greek Monolingual

ο / σπονδεῑος, -εία, -ον, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. ο σπονδείος
(ενν. πους) μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές
αρχ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται κατά την σπονδή («οἱ τῶν σπονδείων αύλημάτων ἀκροώμενοι», Δίον.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σπονδεῑος
(ενν. νόμος) η μουσική που ακουγόταν συνήθως στις σπονδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + κατάλ. -εῖος (πρβλ. ἰαμβ-εῖος, ἐλεγ-εῖος)].

Greek Monotonic

σπονδεῖος: -α, -ον, αυτός που χρησιμοποιείται κατά τη σπονδή· σπονδεῖος (ενν. πούς), , λέγεται στη μετρική, σπονδείος, μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο μακρές συλλαβές· το κατάλληλο μέτρο για τις αργές μελωδίες που ερμηνεύονταν κατά τις σπονδές, συνθήκες (σπονδαί).

Russian (Dvoretsky)

σπονδεῖος: ὁ (sc. πούς) σπονδή спондей (стопа из двух долгих слогов: ‒‒, наиболее характерная для песнопений при жертвенных возлияниях) Plut.

Middle Liddell

σπονδεῖος, η, ον
used at a libation:— σπονδεῖος (sc. πούσ), in metre, a spondee, a foot consisting of two long syllables, being the metre proper to the slow melodies used at σπονδαί (a treaty).