σύρτις
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
German (Pape)
[Seite 1041] ἡ, die Syrte, eine Sandbank im Meere, bes. an der libyschen Küste, s. nom. pr.; übh. eine Bank bewegliches Sandes, die der Wind zusammengeführt hat, Flugsand.
English (Strong)
from σύρω; a shoal (from the sand drawn thither by the waves), i.e. the Syrtis Major or great bay on the north coast of Africa: quicksands.
Greek Monolingual
-έως, η, ΝΑ, και γεν. σύρτιος και σύρτιδος Α
ως κύριο όν. ἡ Σύρτις
ονομασία δύο μεγάλων τεναγωδών κόλπων, της Λιβυκής θάλασσας που εισχωρούν σε μεγάλο μέρος της χώρας, δηλαδή της Λιβύης (α. «μεγάλη Σύρτις» β. «μικρή Σύρτις» γ. «μείζων Σύρτις» δ. «ελάσσων Σύρτις»)
νεοελλ.
ωκεαν. αμμώδης έξαρση του θαλάσσιου βυθού η οποία μεταβάλλει σχήμα και αλλάζει θέση ανάλογα με τα εκάστοτε επικρατούντα ρεύματα
αρχ.
μτφ. όλεθρος, καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το τοπωνύμιο Σύρτις έχει σχηματιστεί από το ρ. σύρω (πρβλ. συρτός, σύρτης) λόγω του ότι οι δύο αυτοί κόλποι της Μεσογείου ήταν αμμώδεις και διαμορφώνονταν από το ρεύμα της θάλασσας που παρέσυρε την άμμο. Η λ. χρησιμοποιήθηκε και ως προσηγορικό, καθώς και μεταφορικά με τη σημ. «καταστροφή»].