χάλιξ

From LSJ
Revision as of 10:20, 20 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=!" to "mdlsjtxt=")

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλιξ Medium diacritics: χάλιξ Low diacritics: χάλιξ Capitals: ΧΑΛΙΞ
Transliteration A: chálix Transliteration B: chalix Transliteration C: chaliks Beta Code: xa/lic

English (LSJ)

[ᾰ], ῐκος, ὁ and ἡ,

   A small stone, pebble, in pl., Arist.Fr.213; ἐστρωμένη χάλιξιν ὁδός Luc.Trag.226.    2 freq. as collect. in sg., gravel, rubble, used in building, Th.1.93, PCair.Zen.760 (iii B. C.), PPetr.3p.290 (iii B. C.), Plu.Cim.13; τῇ χ. καταμείξαντες τὴν ἀμμοκονίαν, so as to make concrete, Str.5.4.6: pl., Ar.Av.839; χ. σιδηραῖ dub. sens. in IG12.314.44.

German (Pape)

[Seite 1328] ικος, ὁ, ἡ, kleiner Stein, Kies, Schutt zum Ausfüllen, auch der Feldstein zum Bauen, behauener Mauerstein; Ar. Av. 839; Thuc. 1, 93; ἐστρωμένην χάλιξιν εἰσέβην ὁδόν Luc. Tragodop. 255; vgl. Plut. Cim. 13; Kalkstein, ungebrannter Kalk, vgl. κάχληξ, calx.

Greek (Liddell-Scott)

χάλιξ: [ᾰ], ῐκος, ὁ καὶ ἡ, ἐν τῷ πληθ. χάλικες, χαλίκια, Ἀριστ. Ἀποσπ. 205· ἐστρωμένη χάλιξιν ὁδὸς Λουκ. Τραγωδοπ. 225, πρβλ. Πλούτ. 2. 690Ε, κλπ. 2) συχνάκις ὡς περιληπτικὸν ἐν τῷ ἑνικῷ, «χαλίκια», «λιθάρια», Λατ. caementum, χρήσιμα ἐν τῇ τοιχοδομίᾳ, Θουκ. 1. 93, Πλουτ. Κίμ. 13· τῇ χ. καταμίξαντες τὴν ἀμμοκονία, ὥστε νὰ σχηματίσωσιν ἓν συμπαγὲς ὅλον, Στράβ. 245· οὕτω καὶ ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Ὄρν. 839. (Πρβλ. Λατ. calx, calcutus ἴδε Curt. Et. Gr. σ. 417.)

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ, ἡ)
1 petite pierre, caillou;
2 moellon;
3 chaux, pierre à chaux.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monolingual

-ικος, ὁ, ἡ, ΜΑ
χαλίκι (α. «χάλικας παραφόρει, πηλὸν ἀπαδὺς ὄργασον», Αριστοφ.
β. «ἐστρωμένην χάλιξιν... ὁδόν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -ιξ (πρβλ. ελ-ιξ, κύλ-ιξ). Ο τ. συνδέεται με το λατ. calx, -cis «ασβέστης», το οποίο, κατά μία άποψη, είναι δάνειο από την Ελληνική, αν και, κατ' άλλους, φαίνεται εξίσου πιθανό οι δύο τ. να είναι παρλλ. δάνεια από κάποια μεσογειακή γλώσσα. Σύμφωνα με μια παλαιότερη υπόθεση, που δεν θεωρείται πια πιθανή, η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα sk(h)l- της ΙΕ ρίζας sk(h)el- «σχίζω, κόβω, σπάζω» (πρβλ. σκάλλω, λατ. silex, -icis «χαλίκι»). Τέλος, κατ' άλλη άποψη, που επίσης δεν θεωρείται ικανοποιητική, η λ. είναι ανατολ. προέλευσης και συνδέεται με έναν σουμεριακό τ. kalga (πρβλ. τη γρφ. KΑL. «δυνατός») και το ακκαδ. kalakku με υποθετική σημ. «ασβέστης»].

Greek Monotonic

χάλιξ: [ᾰ], -ῐκος, ὁ και ἡ,
1. μικρή πέτρα, χαλίκι, στον πληθ., σε Λουκ. κ.λπ.
2. συνεκδοχικά στον ενικ., χαλίκια, λιθαράκια που χρησιμοποιούνται στην τοιχοδομία, σε Θουκ.· ομοίως και στον πληθ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χάλιξ: ῐκος (χᾰ) ὁ и ἡ тж. pl. мелкий (битый) камень, щебень, бут Thuc., Arph., Arst., Plut., Luc.

Middle Liddell

χά˘λιξ, ῐκος,
1. a small stone, pebble, in pl., Luc., etc.
2. as collect. in sg., gravel, rubble, used in building, Thuc.; so also in pl., Ar.