παλιμπετής
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ές, (πίπτω)
A falling back, Nonn.D.3.30; recurrent, Theol.Ar.57: in early writers only in neut. as Adv., back again, ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετές Il.16.395; ὡς… ἐν νηῒ παλιμπετὲς ἀπονέωνται Od.5.27, cf. Call.Del.294, A.R.2.1250, etc.
German (Pape)
[Seite 448] ές, zurückfallend, zurückkehrend; das adj. erst sehr Sp. – Adv. ist παλιμπετές, zurück, z. B. ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλ. Il. 16, 395, ἐν νηῒ παλ. ἀπονέωνται, zurückkehren, Od. 5, 27, wo einige Alte es für eine syncopirte Form statt παλιμπετέες erklärten (vgl. Buttm. Lexil. I p. 42). Nachgeahmt von sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1252 Callim. Del. 294; – παλιμπετῶς Schol. Il. 16, 395.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπετής: -ές, (πίπτω) ὁ εἰς τοὐπίσω πεπτωκώς, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 34., 9. 27· - παρὰ τοῖς δοκίμοις εἶναι ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ πάλιν, ὀπίσω, ὀπίσω πάλιν, ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετὲς Ἰλ. Π. 395· ὡς ... ἐν νηὶ παλιμπετὲς ἀπονέωνται, «ἐξ ὑποστροφῆς, εἰς τὰ ὀπίσω» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 27· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1250, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιμπετής· ὀπισθόρμητος, ἢ ἐναντιοπετής». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 278.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui tombe ou retombe en arrière.
Étymologie: πάλιν, πίπτω.
English (Autenrieth)
ές (πίπτω): neut. as adv., (falling) back again, back, Il. 16.395, Od. 5.27.
Greek Monolingual
παλιμπετής, -ές (ΑΜ)
αυτός που έχει πέσει προς τα πίσω
αρχ.
1. παλίνδρομος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιμπετές
πίσω πάλι («ἐπὶ νῆας ἐέργε παλιμπετές», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πετής, που κατ' άλλους συνδέεται με το ρ. πίπτω, ενώ κατ' άλλους με το ρ. πέτομαι.
Greek Monotonic
πᾰλιμπετής: -ές (πίπτω), αυτός που πέφτει προς τα πίσω· ουδ. ως επίρρ., πίσω, πίσω ξανά, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιμπετής -ές [πάλιν, πίπτω] n. adv. παλιμπετές weer terug.
Middle Liddell
πᾰλιμ-πετής, ές πίπτω
falling back:—in neut. as adv., back, back again, Hom.