πρόχνυ

From LSJ
Revision as of 15:45, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόχνῠ Medium diacritics: πρόχνυ Low diacritics: πρόχνυ Capitals: ΠΡΟΧΝΥ
Transliteration A: próchny Transliteration B: prochny Transliteration C: prochny Beta Code: pro/xnu

English (LSJ)

Adv.

   A utterly, ὥς κε . . ἀπόλωνται π. κακῶς Il.21.460; so ὀλέσθαι π. Od.14.69.    II with the knees forward, π. καθεζομένη, i.e. kneeling or crouching, Il.9.570 (where Πρόγνυ shd. perh. be restd., cf. γνύπετος, Skt. Adj. prajñú- (dub. sens.)).    III dub. sens. in Antim.Col.2P.: later, simply = πάνυ, A.R.1.1118, 2.249.

German (Pape)

[Seite 799] (πρὸγόνυ), adv., wie γνύξ, knielings, auf den Knieen, in die Kniee; πρόχνυ καθεζομένη, Il. 9, 570, auf den Knieen sitzend, d. i. in die Kniee sinkend, niederknieend; u. weil das in die Kniee Sinken ein Zeichen der Erschöpfung ist, übtr., ὥς κε Τρῶες ὑπερφίαλοι ἀπόλωνται πρόχνυ κακῶς σὺν παισὶ καὶ ἀλόχοισιν, 21, 460, wie Od. 14, 69, ὡς ὤφελλ' Ἑλένης ἀπὸ φῦλον ὀλέσθαι πρόχνυ, darnieder sinkend od. in den Staub stürzend umkommen; vgl. ἐπεὶ πολλῶν ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν, was Od. 14, 69 darauf folgt. Bei sp. D. übh. = sehr, πρόχνυ γεράνδρυον, Ap. Rh. 1, 1118; = wirklich, 2, 249.

Greek (Liddell-Scott)

πρόχνῠ: Ἐπίρρ., (πρὸ γόνυ) ὡς τὸ γνύξ, μὲ τὰ γόνατα πρὸς τὰ ἐμπρός, ὅ ἐστι «γονατιστά», πρόχνυ καθεζομένη, πίπτουσα εἰς τὰ γόνατα, Ἰλ. Ι. 570· μεταφορ., ὥς κεν… ἀπόλωνται πρόχνυ κακῶς, ὅπως ἀπολεσθῶσιν παντάπασι κακῶς, «παντελῶς, πρόρριζοι» (Σχόλ.), Φ. 460· οὕτω, πρόχνυ ὀλέσθαι Ὀδ. Κ. 69· ἀκριβῶς ὡς ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ἐς γόνυ βαλεῖν τινα, 6. 27· πρβλ. γόνυ Ι. 5. ― Ἐξ ἀγνοίας τῆς μεταφορᾶς τὸ πρόχνυ παρὰ μεταγεν. ἦν ἐν χρήσει ὡς = πάνυ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1118., Β. 249.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 à genou, sur les genoux;
2 de fond en comble, entièrement.
Étymologie: πρό, γόνυ.

English (Autenrieth)

(γόνυ): (forward) on the knee, ‘on her knees,’ Il. 9.570; fig., ἀπολέσθαι, laid ‘low,’ ‘utterly’ destroyed, Il. 21.460.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου («ὡς ὤφελλ' Ἑλένης ἀπὸ φῡλον ὀλέσθαι πρόχνυ», Ομ. Οδ.)
2. γονατιστά, με τα γόνατα («πρόχνυ καθεζομένη», Ομ. Ιλ.)
3. πάρα πολύ («στύπος ἀμπέλου... πρόχνυ γεράνδρυον», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρόχνυ είναι συνθ. από την πρόθεση προ και τη μηδενισμένη βαθμίδα γνυ- της λέξης γόνυ (πρβλ. γνύξ). Προβλήματα γεννά το δασύ -χ- του τ., το οποίο οφείλεται πιθ. σε εκφραστική δάσυνση. Το επίρρ. πρόχνυ με αρχική σημ. «πάνω στα γόνατα, με τα γόνατα προς τα εμπρός» χρησιμοποιήθηκε μτφ. με σημ. «ολοκληρωτικά, ολοσχερώς» κυρίως στο ομηρικό κείμενο μαζί με το ρ. ὄλλυμι «καταστρέφω»].

Greek Monotonic

πρόχνῠ: επίρρ. (πρό, γόνυ), στα γόνατα, δηλ., γονατιστά, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., ὥς κεν ἀπόλωνται πρόχνυ, θα φθαρούν, δηλ. θα καταλύσουν τον νόμο και θα χαθούν ολοκληρωτικά, στο ίδ.· ομοίως, πρόχνυ ὀλέσθαι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πρόχνῠ: adv. γόνυ
1) на коленях: π. καθεζομένη Hom. коленопреклоненная;
2) полностью, окончательно (ὀλέσθαι Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόχνυ [πρό, γόνυ] adv. op de knieën:. πρόχνυ καθεζομένη op de knieën zittend Il. 9.570. geheel en al, totaal:. ὀλέσθαι π. totaal vernietigd worden Od. 14.69.

Frisk Etymological English

Grammatical information: Adv.
Meaning: kneeling, on the knees (Ι 570 πρόχνυ καθεζομένη), approx. fully, thoroughly, entirely (Φ 460, ξ 69 πρόχνυ (ἀπ-)ολέσθαι; A. R. 1,1118; 2,249), meaning uncertain Antim. Col. 2 P.
Origin: IE [Indo-European] [381] *ǵonu knee
Etymology: In the meaning kneeling clearly from γόνυ with zero grade as in γνύξ a.o., so prop. "with the knees in front", frozen acc. n. for *πρό-γνυ = Skt. (gramm.) pra-jñú- meaning not quite certain (Wackernagel Unt. 74) with unclear aspiration, for which several explanations have been attempted (s. Schwyzer 328). The meaning fully v. t. must, if at all from kneeling, come from reinterpretation of an ep. expression. For independent origin Brugmann -Thumb 127n.1, who, not very convincing, derived πρόχνυ fully from χναύω plane, gnaw off; an orig. *πρό-γνυ kneeling would have coalesced with it (accepted by Wackernagel l.c.). -- Details in Meringer WuS 11, 119f., Picard Rev. Archéologique 1959: T. 1, 211ff.

Middle Liddell

[πρό, γόνυ
with the knees forward, i. e. kneeling, on one's knees, Il.; metaph., ὥς κεν ἀπόλωνται πρόχνυ that they may perish on their knees, i. e. may be brought low and perish, Il.; so, πρόχνυ ὀλέσθαι Od.

Frisk Etymology German

πρόχνυ: {prókhnu}
Grammar: Adv.
Meaning: knielings, auf den Knien (Ι 570 ~ καθεζομένη), etwa völlig, von Grund aus, ganz und gar (Φ 460, ξ 69 ~ (ἀπ-)ολέσθαι; A. R. 1,1118; 2,249), Bed. unsicher Antim. Kol. 2 P.
Etymology : Im Sinn von knielings offenbar von γόνυ mit Schwundstufe wie in γνύξ u.a., somit eig. "die Knie vorn habend", erstarrter Akk. n. für *πρόγνυ = aind. (Gramm.) pra-jñú- Bed nicht ganz sicher (Wackernagel Unt. 74) mit dunkler Aspiration, für die mehrfache Erklärungen versucht worden sind (s. Schwyzer 328). Die Bed. völlig od. ä. muß, wenn überhaupt von knielings ausgegangen, durch Umdeutung eines ep. Ausdrucks entstanden sein. Für unabhängige Herkunft Brugmann -Thumb 127A.1, der, wenig überzeugend, πρόχνυ völlig zu χναύω schaben, abnagen zieht; ein urspr. *πρόγνυ knielings wäre damit zusammengeworfen (zustimmend Wackernagel a. O.). — Einzelheiten bei Meringer WuS 11, 119f., Picard Rev. Archéologique 1959: T. 1, 211ff.
Page 2,605