συκῆ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
German (Pape)
[Seite 973] ἡ, s. das Vorige.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
contr. p. συκέα, συκέη.
English (Strong)
from σῦκον; a fig-tree: fig tree.
English (Thayer)
συκῆς, ἡ (contracted from συκεα), from Homer down, Hebrew תְּאֵנָה, a fig-tree: Revelation 6:13. (Cf. Löw, Aram. Pflanzennamen, § 335.)
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του συκέα) βλ. συκιά.
Greek Monotonic
σῠκῆ: ἡ, Ιων. και Επικ. σῡκέη· Ιων. γεν. πληθ. συκέων ή συκεέων (σῦκον)·
1. δέντρο συκιά, Λατ. ficus (ο καρπός είναι το σῦκον), σε Ομήρ. Οδ.
2. = σῦκον I, καρπός συκιάς, σύκο, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
σῦκον
1. the fig-tree, Lat. ficus (the fruit being σῦκον), Od.
2. = σῦκον I, a fig, Ar.
Chinese
原文音譯:sukÁ 需咳
詞類次數:名詞(16)
原文字根:無花果(樹) 相當於: (תְּאֵנָה)
字義溯源:無花果樹;源自(σῦκον)*=無花果)
出現次數:總共(16);太(5);可(4);路(3);約(2);雅(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 無花果樹(14) 太21:19; 太21:19; 太21:20; 太21:21; 太24:32; 可11:20; 可11:21; 可13:28; 路13:7; 路21:29; 約1:48; 約1:50; 雅3:12; 啓6:13;
2) 一棵無花果樹(2) 可11:13; 路13:6