διαχωρέω

From LSJ
Revision as of 08:13, 11 October 2019 by Spiros (talk | contribs)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχωρέω Medium diacritics: διαχωρέω Low diacritics: διαχωρέω Capitals: ΔΙΑΧΩΡΕΩ
Transliteration A: diachōréō Transliteration B: diachōreō Transliteration C: diachoreo Beta Code: diaxwre/w

English (LSJ)

   A pass through, Pl.Ti.78a, PFlor.200.4(iii A.D.).    2 abscond, PSI4.359.7 (iii B. C.).    3 of food, to be excreted, Hp.Vict. 2.45 (also Pass., ibid.): impers., κάτω διεχώρει αὐτοῖς they suffered from diarrhoea, X.An.4.8.20, cf. Pl.Phdr.268b; of a person, Anon. Lond.Fr.1.1; διαχωρέω ἄπεπτα pass food, Arist.PA675a20, cf. Hp.Morb.4.44.    4 of coins, to be current, Luc.Luct.10.    5 metaph., pass muster, obtain credence, Plb.18.43.3.    II part asunder, divide, Arr. An.1.1.8; διαχωρέω εἰς πλάτος or διαχωρέω εἰς βάθος, of a mountain-range, part so as to leave a plain between, ib.2.8.2,7.    2 depart, PSI4.359.7 (iii B. C.), Gal.18(2).40.

German (Pape)

[Seite 614] 1) durchgehen; δι' ὑδατος καὶ γῆς Plat. Tim. 78 a; bes. κάτω διαχωρεῖν, abführen, Phaed. 268 b; τινί, Xen. An. 4, 8, 20, den Durchfall haben; ἄπεπτα Arist. part. an. 3, 14, u. Medic. Uebertr., glücklich von Statten gehen, Pol. 18, 23, 3 u. Sp.; τὸ νόμισμα διαχωρεῖ παρά τινι, die Münze ist im Umlauf, gültig, Luc. luct. 10. – 2) aus einander gehen, sich trennen, Arr. An. 1, 1, 11, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

διαχωρέω: διέρχομαι, Πλάτ. Τιμ. 78A. 2) ἐξέρχομαι, διέρχομαι, ἐκκενοῦμαι, οἷον ἐπὶ περιττωμάτων, Ἱππ. 889F· -ἀπροσ., κάτω διεχώρει αὐτοῖς, ὑπέφερον ἐκ διαρροίας, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 20, πρβλ. Πλάτ. Φαίδρ. 268B· ἐπὶ προσώπων, ἀποπατῶ, ἀφοδεύω, Διογ. Λ. 8. 19· δ. ἄπεπτα, ἐπὶ διαρροίας μετὰ δυσπεψίας, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 14, 13. 3) ἐπὶ νομισμάτων, ἰσχύω, «περνῶ», «πηγαίνω», Λουκ. Πένθ. 10. 4) μεταφ., ἀποβαίνω κατ’ εὐχήν, Πολύβ. 8. 23. ΙΙ. ὑπάγω κατὰ μέρος, χωρίζομαι, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 8· δ. εἰς πλάτος ἢ εἰς βάθος, ἐπὶ ὄρους διαχωριζομένου οὕτως ὥστε νὰ ἀφίνῃ κοιλάδα μεταξύ, αὐτόθι 2. 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 aller à travers, circuler, avoir cours;
2 aller à la selle ; • impers. κάτω διεχώρει αὐτοῖς XÉN ils souffraient de la diarrhée.
Étymologie: διά, χωρέω.

Spanish (DGE)

A intr.
I sobre διά ‘hasta el otro lado’
1 pasar a través de (πῦρ) δι' ὕδατος καὶ γῆς ἀέρος τε ... διαχωρεῖ Pl.Ti.78a, cf. Hp.Nat.Puer.25
frec. fisiol. pasar hacia fuera, retirarse, eliminarse en forma de evacuación εἰ δὲ βρώματα διεχώρει pero si los alimentos no hicieran más que pasar Hp.Morb.4.44, ἡ κόπρος οὐ διαχωρέει Hp.Int.13, cf. Luc.Lex.21, αἵματός τε καὶ ξύσματος διαχωρεόντων Hp.Prorrh.2.22
impers. κάτω διεχώρει αὐτοῖς tenían diarrea X.An.4.8.20
τὰ διαχωρέοντα las evacuaciones ref. a la orina, Hp.Aph.7.67, a las heces, Hp.Hum.4.
2 circular ὁποῖον τὸ νόμισμα ... διαχωρεῖ παρὰ τοῖς κάτω Luc.Luct.10
fig. pasar la prueba (τοῦτο τὸ γένος τῆς ῥᾳδιουργίας) παρὰ τοῖς ἄλλοις διαχωρεῖν ἴσως οὐ θαυμαστόν Plb.18.40.3.
3 fig., c. suj. de cosas salir adelante ῥᾷόν τε γὰρ οὕτως ὡς ἕκαστα διαχωρήσει D.C.52.33.5.
II c. idea de separación
1 apartarse, separarse παραγγέλλει ... τούτους διαχωρῆσαι ordena que se aparten Arr.An.1.1.8, cf. Philostr.VA 5.24, ὡς ... (τὰ χωρία) διεχώρει ἐς πλάτος a medida que el paso se iba ensanchando Arr.An.2.8.2, cf. 7, del mar Rojo οὐ διαχωροῦντος ἐφ' ἑκάτερα τοῦ πελάγους Gr.Nyss.Or.Catech.59.4
partir, marcharse τινα μισθωτὸν συνσκευασάμενον αὐτὸν τὸν ὄνον ... διαχωρῆσαι PSI 359.7 (III a.C.).
2 ensancharse, dilatarse τὴν στρώμνην ... θλιβομένην γὰρ ἐν τῇ κατακλίσει πλατύνεσθαι καὶ διαχωρεῖν Plu.2.680a.
B tr., como función fisiológica
1 evacuar, deponer c. ac. int. κακῶς δ. τὰ ἀπὸ τῆς γαστρός Hp.Prorrh.2.4, los excrementos διὰ τὸ ... ἄπεπτα διαχωρεῖν por dejar pasar sin digerir (los alimentos) Arist.PA 675a20, ἐλάχιστά τε καὶ ξηρά Anon.Lond.Fr.5, en v. pas. διαχωρήματα πρασοειδέα ... διαχωρούμενα Aret.SD 1.15.10, abs. κάτω διαχωρεῖν Pl.Phdr.268b, Hp.Morb.1.29, D.L.8.20, Them.in Ph.55.16, Anon.Lond.Fr.1
tb. ref. a la evacuación por la orina, en v. pas. διαχωρεῖται ... ὅσα λαμβάνεται Dsc.4.171.
2 caus. soltar el vientre, ser laxativo οἱ δὲ πισοὶ ... διαχωρέουσι δὲ μᾶλλον Hp.Vict.2.45, cf. Diocl.Fr.126
tb. en v. med., Hp.Vict.2.45.

Greek Monotonic

διαχωρέω: μέλ. -ήσω,
1. διέρχομαι, διαπερνώ, εξέρχομαι, εκκενούμαι, απρόσ., κάτω διεχώρει αὐτοῖς, μαστίζονταν, υπέφεραν από διάρροια, σε Ξεν.
2. λέγεται για νομίσματα, είμαι ισχύων, αποδεκτός, «περνώ», σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαχωρέω:
1) проходить насквозь (δι᾽ ὕδατος καὶ γῆς Plat.);
2) (об обуви) раздаваться, расходиться (πλατύνεσθαι καὶ δ. Plut.);
3) иметь хождение, обращаться (τὸ νόμισμα διαχωρεῖ παρά τισι Luc.);
4) идти вперед, развиваться (ἴσως Polyb.);
5) (чаще κάτω δ. Xen., Plat.) извергаться из организма (ἄπεπτα διαχωρεῖ Arst.): ἤμουν καὶ κάτω διεχώρει αὐτοῖς Xen. они страдали рвотой и поносом.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to go through, pass through: impers., κάτω διεχώρει αὐτοῖς they were suffering from diarrhoea, Xen.
2. of coins, to be current, Luc.