тяжелый
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Russian > Greek
ὑπέροπλος, ἄγριος, βαρύποτμος, λυγρός, πολυκηδής, ἐργώδης, ὄβριμος, ἀλγινόεις, βαρυαχής, σάρκινος, δύσκολος, ἀμέγαρτος, ἄχαρις, ἀδευκής, ἀγέλαστος, δείλαιος, πικρός, ὀξύς, προσάντης, καρτερός, ζοφερός, θερμός, χαλεπός, δυστράπελος, ἀργαλέος, δυσχερής, ἔμμοχθος, ἐπίπονος, λυπρός, βαρυπεσής, βαρύσταθμος, βαρύμοχθος, δύσζωος, δύσπονος, μέρμερος, δυσπετής, καματηρός, φορτικός, ἐμβριθής, δύσφορος, ἐπαχθής, βαρύς, βριθύς, κοπώδης, πραγματώδης, τραχύς, τρηχύς