несчастье
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
Russian > Greek
κακότης, νόσημα, ἔλεος, δαίμων, συμφορά, συντυχία, τύχη, πῆμα, λυγρά, τλημοσύνη, δύη, δρᾶμα, αἰκία, κήρ, κακόν, ἀρά, ἀρή, ἀμμορία, ἀμμορίη, δυστυχία, ὀϊζύς, οἰζύς, ἀνολβίη, ἀθλιότης, ἀκλήρημα, δυσδαιμονία, δυσμορία, δυστύχημα, κακοπραγία, δυσημερία, δυσαμερία, δυσπραξία, ἀτύχημα, λῦμα, κακοδαιμονία, κακοδαιμονίη, πτῶμα, πραγμα, ἄτη, ἄτα, πάθη, πάθα, κακουχία, ἀντίξοον, ἀντίξουν, σύμπτωμα, συμπότης, χειμών, πένθος, πραγμα