бурный
From LSJ
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
Russian > Greek
χειμέριος ;; ἄητος ;; περισπερχής ;; δυσπέμφελος ;; χειμάρροος ;; χειμάρρους ;; χείμαρρος ;; οἰδματόεις ;; κυματίας ;; κυματίης ;; ζαμενής ;; ἄγριος ;; ἐξώστης ;; ὄβριμος ;; ἰσχυρός ;; σύντονος ;; ἠνεμόεις ;; ἀνεμόεις ;; ὀξύς ;; δριμύς ;; δυσχείμερος ;; δύσομβρος ;; πολύδονος ;; σφοδρός ;; εὐριπώδης ;; ἀργεστής ;; κραιπνός ;; λάβρος ;; ἀελλόπους ;; ἀελλόπος ;; πολύκλυστος ;; ζαής ;; μαλερός ;; ἴφθιμος ;; κατάφορος ;; πολυάϊξ ;; ἐπαιγίζων ;; τυφωνικός ;; τραχύς ;; τρηχύς ;; αἰπύς