παιδοτρίβης
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ου, ὁ, (τρίβω)
A physical trainer, gymnastic master, Antipho 3.3.6, Pl.Prt.312b, IG22.665.25, PHal.1.261 (iii B. C.), SIG697 E10 (Delph., ii B. C.), etc.; οἱ περὶ τὸ σῶμα, π. καὶ ἰατροί Pl.Grg.504a; ἐν παιδοτρίβου at his school, Ar.Eq. 1238, Nu.973; ὁ διὰ βίου π. τῶν ἐφήβων IG3.746: metaph., ὁ π. τοῦ τυράννου Jul. Or.2.58c.
German (Pape)
[Seite 441] ὁ, der Lehrer der Knaben in der Ringkunst; Antiph. III γ 6; παλαίστρας ἀνοίγνυσι, Aesch. 1, 10; ἐν παιδοτρίβου δὲ τίνα πάλην ἐμάνθανες; Ar. Equ. 1238, öfter; οἱ περὶ τὸ σῶμα παιδοτρίβαι τε καὶ ἰατροί, Plat. Gorg. 504 a, der auch ἡ παρὰ τοῦ γραμματιστοῦ καὶ παιδοτρίβου μάθησις vrbdt, Prot. 312 b; Folgde. – Nach Schol. Ar. Equ. 492 auch = ἀλείπτης u. κηρωματιστής. – Bei Automed. 1 (XII, 34) mit obsconer Anspielung auf παιδεραστής.
Greek (Liddell-Scott)
παιδοτρίβης: [ῐ], -ου, ὁ, (τρίβω) ὁ διδάσκων τοὺς παῖδας τὴν πάλην καὶ ἄλλας γυμναστικὰς ἀσκήσεις, διδάσκαλος τῆς γυμναστικῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 973, Ἀντιφῶν 123. 7, Πλάτ. Πρωτ. 312Β, κ. ἀλλ.· οἱ περὶ τὸ σῶμα π. καὶ ἰατροὶ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 504Α· ἐν παιδοτρίβου, ἐν τῷ σχολείῳ παιδ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1238· ὁ π. τῶν ἐφήβων Συλλ. Ἐπιγρ. 263.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
maître de gymnastique pour les enfants.
Étymologie: παῖς, τρίβω.
Greek Monolingual
παιδοτρίβης, ὁ (Α)
1. ειδικός εκπαιδευτής που δίδασκε στα παιδιά την πάλη και τις άλλες γυμναστικές ασκήσεις, ο γυμναστής
2. δάσκαλος, παιδαγωγός, οδηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -τρίβης (< τρίβω), πρβλ. φαρμακο-τρίβης].
Greek Monotonic
παιδοτρίβης: [ῐ], -ου, ὁ (τρίβω), αυτός που διδάσκει πάλη και άλλες γυμναστικές ασκήσεις, δάσκαλος γυμναστικής, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἐν παιδοτρίβου, στο σχολείο του, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδοτρίβης -ου, ὁ [παῖς, τρίβω] gymnastiekleraar, trainer:. ἐν παιδοτρίβου bij de gymleraar Aristoph. Eq. 1238.
Russian (Dvoretsky)
παιδοτρίβης: ου (ῐ) ὁ
1) обучающий физическим упражнениям, преподаватель гимнастики Plat., Plut.: ἐν παιδοτρίβου Arph. у преподавателя или в школе гимнастики;
2) Anth. = παιδεραστής.
Middle Liddell
παῐδο-τρίβης, ου, ὁ, τρίβω
one who teaches boys wrestling and other exercises, a gymnastic master, Ar., Plat., etc.; ἐν παιδοτρίβου at his school, Ar.