πάροξυς
From LSJ
English (LSJ)
υ,
A pointed, of a fractured bone, Hp.Fract.31. II metaph., precipitate, Antiph.80.8.
German (Pape)
[Seite 527] vorschnell, zur Unzeit hitzig, neben μάχιμος Antiphan. bei Ath. VI, 238 a, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάροξυς: υ, ὀξύς, εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 773. ΙΙ. μεταφορ., ὀξύθυμος, ὁ ταχέως ὀργιζόμενος, οὐ μάχιμος, οὐ πάροξυς Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 2. 8.
Greek Monolingual
-υ, γεν. -έος, Α οξύς
1. (για σπασμένο, με κάταγμα οστό) αιχμηρός, οξύς, που απολήγει σε οξύ άκρο
2. μτφ. (για πρόσ.) οξύθυμος, ευέξαπτος, ευερέθιστος, αψύς, ορμητικός
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφακίας».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρ-οξυς -υν gepunt.