πάροξυς

From LSJ
Revision as of 17:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάροξυς Medium diacritics: πάροξυς Low diacritics: πάροξυς Capitals: ΠΑΡΟΞΥΣ
Transliteration A: pároxys Transliteration B: paroxys Transliteration C: paroksys Beta Code: pa/rocus

English (LSJ)

υ,

   A pointed, of a fractured bone, Hp.Fract.31.    II metaph., precipitate, Antiph.80.8.

German (Pape)

[Seite 527] vorschnell, zur Unzeit hitzig, neben μάχιμος Antiphan. bei Ath. VI, 238 a, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάροξυς: υ, ὀξύς, εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, ἐπὶ τεθραυσμένου ὀστοῦ, Ἱππ. Ἀγμ. 773. ΙΙ. μεταφορ., ὀξύθυμος, ὁ ταχέως ὀργιζόμενος, οὐ μάχιμος, οὐ πάροξυς Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 2. 8.

Greek Monolingual

-υ, γεν. -έος, Α οξύς
1. (για σπασμένο, με κάταγμα οστό) αιχμηρός, οξύς, που απολήγει σε οξύ άκρο
2. μτφ. (για πρόσ.) οξύθυμος, ευέξαπτος, ευερέθιστος, αψύς, ορμητικός
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφακίας».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-οξυς -υν gepunt.