πλευρικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the ribs: τὰ π. τῶν βοῶν the sides, Sch. Ar.Eq.361. II π. ἀριθμός number of units in the side of a square, opp. διαμετρικός: μονάς Theol.Ar.3, Iamb. in Nic.p.11 P.
German (Pape)
[Seite 631] zur Seite gehörig, Schol. Ar. Equ. 362.
Greek (Liddell-Scott)
πλευρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰς πλευράς· τὰ πλευρικά, τὰ πλευρικὰ μέρη, αἱ πλευραί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 361.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πλευρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πλευρά
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πλευρά του σώματος («πλευρικό τόξο).
2. φρ. «πλευρικοί αριθμοί» — οι αριθμοί που ορίστηκαν από τον πλατωνικό φιλόσοφο και μαθηματικό Θέωνα τον Σμυρναίο και η ονομασία τους οφείλεται στη γεωμετρική ερμηνεία τών αναδρομικών σχέσεων
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται ή προέρχεται από το πλευρό, από τα πλάγια (α. «πλευρικές κινήσεις του εχθρού» β. «πλευρική επίθεση»)
2. φρ. α) «πλευρική έκκριση»
γεωλ. γεωλογική διεργασία κατά την οποία τα μεταλλοφόρα ορυκτά, αφού αποχωριστούν από το μητρικό πέτρωμα ως υδατικά διαλύματα αποτίθενται εκ νέου μέσα σε παρακείμενα ανοίγματα
β) «πλευρικό τόξο» — τόξο που σχηματίζεται από τους πλευρικούς χόνδρους της 8ης, 9ης και 10ης πλευράς, με τους οποίους συνδέονται οι πλευρές με το στέρνο
γ) «πλευρικός χόνδρος» ο χόνδρος που συντάσσει κάθε πλευρά με το στέρνο ή με την υπερκείμενη πλευρά
δ) «πλευρική αύλακα» — αύλακα στην εσωτερική επιφάνεια τών πλευρών προς το κάτω χείλος
ε) «πλευρικό μερίστωμα»
βοτ. μερίστωμα δευτερογενές που δημιουργείται από μόνιμα κύτταρα στα οποία επανέρχεται η ικανότητα διαίρεσης
στ) «πλευρική ζώνη διαμόρφωσης» (επικοιν.) καθένα από τα φάσματα συχνοτήτων που εμφανίζονται και στις δύο πλευρές της συχνότητας του φέροντος κύματος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πλευρικά
οι πλευρές («τὰ πλευρικὰ τοῦ βοός»).