στίξ

From LSJ
Revision as of 19:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στίξ Medium diacritics: στίξ Low diacritics: στιξ Capitals: ΣΤΙΞ
Transliteration A: stíx Transliteration B: stix Transliteration C: stiks Beta Code: sti/c

English (LSJ)

ἡ, gen.

   A στιχός Il.16.173, 20.362, acc. στίχα Epigr. ap. D.S. 11.14, AP7.56; nom. and acc. pl. στίχες, στίχας (v. infr.):—row, line, rank or file, esp. of soldiers, τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος Il.16.173; στιχὸς εἶμι διαμπερές 20.362, cf. Epigr. ap. D.S. l.c.: elsewhere in pl., στίχες ἀνδρῶν, Τρώων, Κεφαλλήνων, etc., Il.4.231, 221,330, al.; ἀσπιστάων ib.90; mostly of foot, but also πολλὰς σ. ἡρώων πολλὰς δὲ καὶ ἵππων 20.326; κατὰ στίχας in ranks or lines, ἵζοντο κατὰ σ. 3.326; but ἦλθε κατὰ σ. through the ranks, 16.820, cf. 5.590, 11.91; of dancers, θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισι 18.602:—also in Trag. and Com., ξένων στίχες A.Th.924 (lyr.); πολεμίων, Καδμείων, E.Heracl. 676, Supp.669; τῶν λαῶν Ar.Eq.163; συῶν ἠδὲ λεόντων Hes.Sc.170; γεράνων Arat.1031, cf. Q.S.11.114.    2 metaph., ἀνέμων στίχες Pi. P.4.210; ἐπέων στίχες verses, lays, ib.57; later, στίχα νήσων D.P. 514; βίβλων AP7.56.—Cf. στίχος, στοῖχος.

German (Pape)

[Seite 944] ἡ, im nom. ungebräuchlich, s. στίχος, kommt nur vor im gen.) στιχός, im nom. u. acc. plur. στίχες, στίχας, die Reihe, bes. von Kriegern, Schlachtreihe, das Glied in der Schlachtordnung; στιχὸς εἶμι διαμπερές, die Schlachtordnung, Il. 20, 362; singul. nur noch 16, 173; κρατεραὶ στίχες ἀσπ ιστάων, 4, 90; oft στίχες ἀνδρῶν, wie Hes. So. 170, gew. vom Fußvolk; doch auch στίχες ἡρώων τε καὶ ἵππων, Il. 20, 326; κατὰ στίχας, nach Reihen, reihenweise, 3, 326; auch ἐπὶ στίχας, 18, 602; Pind. ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας, N. 9, 38; auch ἀνέμων, die Reihenfolge, Ordnung, P. 4, 210, wie ἐπέων ib. 57; τάσσοντα πολεμίων στίχας, Eur. Heracl. 676, u. öfter, wie Aesch. Spt. 907; στίχες λαῶν, Ar. Equitt. 163; sp. D., τὰ δ' ἐπὶ στίχας ἤγαγεν αἰών, in Ordnung bringen, Ap. Rh. 4, 680. Vgl. das in Prosa üblichere στίχος und στοῖχος. Es ist verwandt mit στείχω.

Greek (Liddell-Scott)

στίξ: ἡ, λέξις ἐν χρήσει μόνον ἐν τῇ γεν. στιχὸς Ἰλ., αἰτ. στίχα Σιμωνίδ. 136· καὶ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. στίχες, στίχας· - αἱ λοιπαὶ πτώσεις παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ στίχος, ὅπερ ἐν πάσῃ πτώσει εἶναι ὁ συνηθέστατος τύπος παρὰ τοῖς πεζογράφοις, (ἴδε ἐν λέξ. στείχω)· - σειρά, γραμμή, μάλιστα στρατιωτῶν, τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος Ἰλ. Π. 173· στιχὸς εἶμι διαμπερὲς Υ. 362, πρβλ. Σιμωνίδ. ἔνθ’ ἀνωτ., - ἀλλαχοῦ ἐν τῷ πληθ., στίχος ἀνδρῶν, Τρώων, Δαναῶν Ἰλ.· ἀσπιστάων Ἰλ. Π. 173· οὕτως, Ἀσπ. Ἡρ. 170· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ πεζῶν, ἀλλ’ ὡσαύτως, στ. ἡρώων τε καὶ ἵππων Ἰλ. Υ. 326· - κατὰ στίχας, κατὰ σειρὰς ἢ γραμμάς, ἵζοντο κατὰ στ. Γ. 326· ἀλλά, ἦλθε κατὰ στ., διὰ μέσου τῶν τάξεων, Π. 820, πρβλ. Ε. 590, Λ. 91· ἐπὶ ὀρχηστῶν, θρέξασκον ἐπὶ στίχας ἀλλήλοισιν Σ. 602· - ὡσαύτως παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς, στίχες ξένων Αἰσχύλ. Θήβ. 925· πολεμίων, Καδμείων Εὐρ. Ἡρακλ. 676, Ἱκέτ. 669· τῶν λαῶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 163· συῶν καὶ λεόντων Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 170· γεάνων Ἄρατ. 1031. 2) μεταφ., ἀνέμων στίχες Πινδ. Π. 4. 373· ἐπέων στίχες, στίχοι, στροφαί, Πινδ. Π. 100· μεταγεν., νήσων στ. Διον. Π. 514· βίβλων Ἀνθ. Π. 7. 56. - Πρβλ. στίχος, στοῖχος, στόχος.

French (Bailly abrégé)

στιχός (ἡ) :
rang, rangée, particul. rangée de combattants : κατὰ στίχας IL, ἐπὶ στίχας IL en rangs, par rangées ; ttf. κατὰ στίχας IL à travers les rangs.
Étymologie: R. Στιχ, aligner ; v. στείχω, cf. στίχος.

English (Autenrieth)

(Att. στίχος), assumed nom., gen. στιχός: row, rank, or file, of warriors, dancers, Il. 18.602 ; ἐπὶ στίχας, ‘in ranks’; κατὰ στίχας, ‘by ranks,’ Il. 2.687, Il. 3.113, 326.

Greek Monolingual

-ιχός, ἡ, Α
(μόνον στη γεν. εν., αιτ. εν. στίχα και ον. και αιτ. πληθ. στίχες, στίχας)
1. γραμμή, τάξη ιδίως στρατιωτών («στίχες Τρώων», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. α) «ἀνέμων στίχες»
μτφ. ριπές ανέμων(Πίνδ.)
β) «ἐπέων στίχες» — οι στίχοι ή οι στροφές
γ) «κατὰ στίχας» — κατά σειρές ή γραμμές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στην γεν. εν. στιχός και στην ονομ. και αιτ. πληθ. στίχες, στίχας και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στιχ- του στείχω (πρβλ. στίχος)].

Greek Monotonic

στίξ: ἡ, μόνο στη γεν. στιχός, αιτ. στίχα και ονομ. και αιτ. πληθ. στίχες, στίχας (στείχω)· οι υπόλοιπες πτώσεις λαμβάνονται από το στίχος, σειρά, γραμμή, τάξη, τάγμα στρατιωτών, αράδα· λέγεται ιδίως για στρατιώτες, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· μεταφ., ἐπέων στίχες, στίχοι επικών ποιημάτων ή ποιητικοί στίχοι εν γένει, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

  • στίξ στιχός, ἡ [~ στίχος] rij, linie, gelid, meestal plur.:; πολλὰς στίχας ἡρώων πολλὰς δὲ καὶ ἵππων veel rijen van helden en veel van paarden Il. 20.326; κατὰ στίχας in rijen, maar ook door of langs de rijen; overdr. van verzen. Pind.

Russian (Dvoretsky)

στίξ: στῐχός ἡ (только gen. sing., nom. pl. στίχες и acc. pl. στίχας) ряд, строй (στίχες Δαναῶν Hom.; στίχες ξένων Aesch.): κατὰ στίχας Hom. рядами и сквозь ряды; ἐπέων στίχες Pind. ряды слов, т. е. строки или стихи.

Middle Liddell

στείχω [the other cases are taken from στίχος
a row, line, rank or file, esp. of soldiers, Il., Aesch., etc.:—metaph., ἐπέων στίχες verses, lays, Pind.