πτέρωμα

From LSJ
Revision as of 10:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτέρωμα Medium diacritics: πτέρωμα Low diacritics: πτέρωμα Capitals: ΠΤΕΡΩΜΑ
Transliteration A: ptérōma Transliteration B: pterōma Transliteration C: pteroma Beta Code: pte/rwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is feathered, e.g. feathered arrow, A.Fr.139, Lyc.56.    2 π. βραγχίων the fin by the gills of fishes, Ael.NA16.12.    3 colonnade of a temple, Vitr.3.3.9, 4.8.6.    4 πτερώματα πετάσου awnings, Ephes.2.41 (iii A.D.).    II plumage, τὸ τῆς ψυχῆς π. Pl.Phdr.246e; in literal sense, Porph. ap. Eus.PE3.12: pl., Arist.Col.792a24, b28.    2 οἷον . . π. τῆς κινήσεως motive wingpower, Gal.7.586.

German (Pape)

[Seite 809] τό, die Befiederung, das Gefieder; Aesch. frg. 116; Plat. Phaedr. 246 e. – Der befiederte Pfeil, Lycophr. 56; – βραγχίου, Floßfeder an den Kiemen, Ael. H. A. 16, 12. – Auch = πτερόν bei Gebäuden, Vitruv. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πτέρωμα: τό, τὸ ἔχειν πτερά, π.χ. βέλος ἔχον πτερά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, Λυκόφρ. 56· πρβλ. πτερόν ΙΙΙ. 6. 2) πτ. βραχίων, τὸ πτερύγιον τὸ παρὰ τὰ βράγχια τῶν ἰχθύων, Αἰλ. π. Ζ. 16. 12. 3) τὸ περίστυλον ναοῦ (ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 9), Βιτρούβ. 3. § 29, 4. § 61. ΙΙ. πτέρωσις, τὰ πτερά, τὸ τῆς ψυχῆς πτ. Πλάτ. Φαῖδρ. 246Ε· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4 καὶ 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lobe de branchies.
Étymologie: πτερόω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και φτέρωμα Ν
1. τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το σύνολο τών πτερών και τών πτίλων
2. μτφ. η δύναμη για πέταγμα ή για κίνηση (α. «φρενών πτέρωμα», Κάλβ.
β. «τὸ τῆς ψυχῆς... πτέρωμα», Μεθόδ.
γ. «πτέρωμα τῆς κινήσεως», Γαλ.)
νεοελλ.
το φύτρωμα τών φτερών, η πτεροφυΐα
αρχ.
1. το να έχει φτερά κάποιο ζώο
2. το φτερωτό άκρο του βέλους
3. τα πτερύγια τών βραγχίων τών ψαριών
4. το περίστυλο ναού
5. προεξοχή στέγης, γείσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].

Greek Monotonic

πτέρωμα: -ατος, τό (πτερόω),
I. αυτό που έχει φτερά, π.χ. το φτερωτό βέλος, σε Αισχύλ.
II. τα ίδια τα φτερά, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτέρωμα -ατος, τό [πτερόν] verenkleed:. τὸ τῆς ψυχῆς πτέρωμα het verenkleed van de ziel Plat. Phaedr. 246e.

Russian (Dvoretsky)

πτέρωμα: ατος τό
1) оперение, окрыленность (τὸ τῆς ψυχῆς π. Plat.);
2) оперенная стрела Aesch.;
3) крыло (τῶν πτερωμάτων χρώματα Arst.).

Middle Liddell

πτέρωμα, ατος, τό, πτερόω
I. that which is feathered, e. g. a feathered arrow, Aesch.
II. plumage, Plat.