ἀμιχθαλόεις

From LSJ
Revision as of 11:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμιχθαλόεις Medium diacritics: ἀμιχθαλόεις Low diacritics: αμιχθαλόεις Capitals: ΑΜΙΧΘΑΛΟΕΙΣ
Transliteration A: amichthalóeis Transliteration B: amichthaloeis Transliteration C: amichthaloeis Beta Code: a)mixqalo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A = ἄμικτος 111, inhospitable, epith. of Lemnos in Il.24.753, h.Ap.36: otherwise expl. as smoky, from the volcano Mosychlos, cf. ὁμίχλη. (Cypr. acc. to Sch. Il. l.c.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀμιχθαλόεις: εσσα, εν, (μίγνυμι, μιχθῆναι) ἐπίθετ. τῆς Λήμνου ἐν Ἰλ. Ω. 753, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 36, ἀπροσπέλαστος, ἀπρόσιτος, ἄξενος ὡς τὸ ἄμικτος ΙΙΙ, τῆς ὁποῖας λέξεως φαίνεται ὅτι εἶναι ἕτερος τύπος ἐκτεταμένος· ἄλλοι ἐσφαλμένως ἑρμηνεύουσιν αὐτὴν ὁμιχλώδης.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
obscurci par la fumée ; sel. d’autres sans communication, inabordable ; inhospitalier.
Étymologie: ἀ, μίγνυμι.

English (Autenrieth)

εσσα: smoky, hazy; epith. of Lemnos, which is a volcanic island, Il. 24.753†.

Spanish (DGE)

(ἀμιχθᾰλόεις) -εσσα, -εν

• Prosodia: [ᾰ-]
sent. dud. neblinoso o inhóspito quizá fértil de Lemnos Il.24.753, h.Ap.36, ἀήρ Call.Fr.18.8, Colluth.208, cf. Apollon.Lex.342, Sch.Il.24.753, Hsch.

• Etimología: Varias propuestas, la más verosímil parte de ἀμύγδαλον (tb. ἄμικτον) ‘almendra’; seria ‘rico en almendros’ de donde ‘fértil’.

Greek Monolingual

ἀμιχθαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος
2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η σημασία καθώς και η ετυμολογική προέλευση της λ. δημιουργούν πολλά προβλήματα, τα οποία παραμένουν ακόμη άλυτα. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τ. ἀμίχθαλος «ομίχλη» και επομένως σημαίνει «τον ομιχλώδη», υποδηλώνοντας έτσι το ηφαίστειο και τα σιδηρουργεία του Ηφαίστου στη Λήμνο. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το επίθ. ἀπρόσμικτος και της αποδίδουν τη σημασία «αφιλόξενος». Σύμφωνα με ορισμένους σχολιαστές, εξάλλου, η λ. είναι κυπριακή και σημαίνει «ευδαίμων». Με βάση την άποψη αυτή τών σχολιαστών η λ., κατά τον Lagercrantz, ανάγεται σε αρχικό τ. ἀμικτοθαλόεσσα «η θάλλουσα χωρίς αναμίξεις, ανόθευτη, γνήσια ευτυχία». Τέλος, κατ’ άλλη, τολμηρότερη άποψη, το επίθ. συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. ἀμύγδαλον -ή και επομένως σημαίνει «τόπο γεμάτο αμύγδαλα ή αμυγδαλιές»].

Greek Monotonic

ἀμιχθαλόεις: -εσσα, -εν (μίγνυμι), επίθ. της Λήμνου, απροσπέλαστη, αφιλόξενη, εχθρική, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμιχθᾰλόεις: όεσσα, όεν ὀμίχλη окутанный испарениями, туманный, по друг. ἄμικτος недоступный, негостеприимный (эпитет о-ва Лемнос) Hom., HH.

Middle Liddell

μίγνυμι
epith. of Lemnos, inaccessible, inhospitable, Il.