ἐπιλήψιμος

From LSJ
Revision as of 15:52, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλήψιμος Medium diacritics: ἐπιλήψιμος Low diacritics: επιλήψιμος Capitals: ΕΠΙΛΗΨΙΜΟΣ
Transliteration A: epilḗpsimos Transliteration B: epilēpsimos Transliteration C: epilipsimos Beta Code: e)pilh/yimos

English (LSJ)

ον,

   A reprehensible, Luc.Rh.Pr.22, Philostr.VA4.42, Max.Tyr.24.6, Hermog. Inv.4.13.    II. liable to seizure, Polem.Call.34.

German (Pape)

[Seite 958] den man fassen, bes. tadeln Kann, Luc. rhet. praec. 22 Navig. 41 u. a. Sp. – In B. A. 255 wird erkl. ἐπιληπτόν, τὸν ἐπιλήψιμον τῷ τῆς σελήνης πάθει.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλήψιμος: -ον, ἀξιόμεμπτος, ἐπιλήψιμος ὡς καὶ νῦν, ἀντίθ. τῷ ἀνεπίληπτος, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
repréhensible.
Étymologie: ἐπίληψις.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπιλήψιμος, -ον) επίληψις
αυτός που δίνει αφορμή να κατηγορηθεί («επιλήψιμη διαγωγή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιλήψιμο
επίμεπτη συμπεριφορά
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλήψιμος: достойный порицания Luc.