ἀμουσία

From LSJ
Revision as of 23:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμουσία Medium diacritics: ἀμουσία Low diacritics: αμουσία Capitals: ΑΜΟΥΣΙΑ
Transliteration A: amousía Transliteration B: amousia Transliteration C: amousia Beta Code: a)mousi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of education, taste or refinement, rudeness, E.Fr. 1020, etc., cf. Chor.Zach.Dial.2; joined with ἀπειροκαλία, Pl.R. 403c.    II want of harmony, E.HF676.

German (Pape)

[Seite 128] ἡ, Mangel an seiner Bildung, Geschmacklosigkeit, Plat. mit ἀπειροκαλία vrbdn, Rep. III, 403 c. Unwissenheit, Clit. 407 c; Legg. III, 691 a; Eul. H. far. 676; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμουσία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀμούσου, ἔλλειψις παιδείας, ἀπαιδευσία, ἔλλειψις μορφώσεως, ἀπειροκαλία, τραχύτης, ἀγροικία, Εὐρ. Ἀποσπ. 1020, Πλάτ., κτλ.: ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ ἀπειροκαλία Πλάτ. Πολ. 403C. ΙΙ. ἔλλειψις ἁρμονίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 676. - Πρβλ. ὑομουσία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 ignorance, grossièreté;
2 dissonance.
Étymologie: ἄμουσος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1falta de la compañía de las Musas, de poesía E.HF 676, Callisth.Olynth.5.2.
2 incultura, falta de gusto o refinamiento τό σκαιὸν εἶναι πρῶτ' ἀμουσίαν ἔχει E.Fr.1033, cf. Lobo Argiuus en D.L.1.91, Pl.Alc.7120b, R.403c, Plu.2.7b, Varro Sat.Men.350
c. inf. ἀμουσία τοι μηδ' ἐπ' οἰκτροῖσιν δάκρυ στάζειν E.Fr.407, cf. Pl.Ly.206b
c. gen. ἀ. ἤθους Ph.1.484.
II 1falta de armonía op. εὐμουσία: κινεῖ δὲ ἡμᾶς ἡ εὐμουσία, ἐνοχλεῖ δὲ ἡ ἀ. Placit.4.20.2
personif. ὁ μὲν γὰρ υἱὸς ἦν Μούσης, οἱ δὲ ἐκ τῆς Ἀμουσίας αὐτῆς γεγόνασι D.Chr.32.61.
2 desconocimiento de la música ἡ μουσικὴ καὶ ἡ ἀ. Arist.GC 319b27, cf. Plot.5.8.1, Plu.2.711c, Ph.1.502.

Greek Monolingual

η (Α ἀμουσία) ἄμουσος
νεοελλ.
έλλειψη μουσικού αισθήματος, αφιλομουσία
αρχ.
1. έλλειψη παιδείας, καλλιέργειας, απαιδευσία, αμορφωσιά
2. έλλειψη μουσικής αρμονίας.

Greek Monotonic

ἀμουσία: ἡ,
I. έλλειψη λεπτότητας, τραχύτητα, αγριότητα, σε Ευρ., Πλάτ.
II. έλλειψη αρμονίας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμουσία: ἡ необразованность, невежественность, некультурность, тж. безвкусица, грубость Plat., Eur., Plut.

Middle Liddell

[from ἄμουσος
I. want of refinement, rudeness, grossness, Eur., Plat.
II. want of harmony, Eur.