ἀνέφελος
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
ον,
A unclouded, cloudless, αἴθήρ Od.6.45; ἀήρ Arist.Mu. 394a23; νύξ Plu.Arat.21, etc.: metaph., not to be veiled or hidden, κακόν S.El.1246 (lyr.). (ἀνν. is v.l. in Arat.415, etc.; Eust.945.4 has also the form ἀνεφής, ές.)
German (Pape)
[Seite 227] unbewölkt, wolkenleer, αἴθρη Od. 6, 45; übertr., unverhüllt, offen, κακόν Soph. El. 1258; νύξ Plut. Arat. 21. [Ep. α].
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέφελος: -ον, ὁ ἄνευ νεφελῶν, αἴθρη Ὀδ. Ζ. 45˙ ἀὴρ Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 4˙ νὺξ Πλουτ. Ἄρατ. 21, κτλ.: μεταφ., ὁ μὴ καλυπτόμενος, φανερός, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246. Τινὲς ἀναγινώσκουσιν ἀννέφ- ὡς Ἐπ. τύπ. ἐν Ὁμ., ἔνθ’ ἀνωτ., Ἄρατ. 415, κτλ. Ὁ Εὐστ. 945. 4, ἔχει καὶ τὸν τύπον ἀνεφής, ές.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans nuage, serein;
2 fig. non voilé, qui ne peut être voilé, éclatant.
Étymologie: ἀ, νεφέλη.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀννέφελος Nonn. v. infra
1 que no tiene nubes, despejado αἴθρη Od.6.45, ἀήρ Arist.Mu.394a23, νύξ Plu.Arat.21, ὀμίχλη Nonn.D.33.267.
2 no oculto por las nubes φανήμεναι ... ἄστρον ... ἀνέφελον Arat.415, ἀννεφέλων ἐπὶ λέκτρων Nonn.D.7.347
•fig. no oculto, manifiesto κακόν S.El.1246.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέφελος, -ον)
ασυννέφιαστος, ξάστερος
νεοελλ.
μτφ. γαλήνιος, ήρεμος, αισιόδοξος
αρχ.
μτφ. αυτός που δεν μπορεί να μείνει κρυμμένος, ο φανερός.
Greek Monotonic
ἀνέφελος: -ον (νεφέλη), ασυννέφιαστος, αίθριος, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., μη καλυμμένος, φανερός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέφελος:
1) безоблачный (αἴθρη Hom. - с ᾱν; ἀήρ Arst.; νύξ Plut.): ἐξ ἀνεφέλου Plut. с безоблачного неба;
2) неприкрытый, явный (κακόν Soph.).
Middle Liddell
νεφέλη
unclouded, cloudless, Od.: metaph. not to be veiled or concealed, Soph.