ἐπιπολασμός

From LSJ
Revision as of 09:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπολασμός Medium diacritics: ἐπιπολασμός Low diacritics: επιπολασμός Capitals: ΕΠΙΠΟΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: epipolasmós Transliteration B: epipolasmos Transliteration C: epipolasmos Beta Code: e)pipolasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg.,

   A ἐ. τῆς ζέσεως Id.Pr.930b31; λιποθυμώδεις . retchings with faintness, Archig. ap. Orib.8.1.26.    2. metaph., arrogance, insolence, D.H.6.65.

German (Pape)

[Seite 971] ὁ, das Obenaufsein, auf die Oberfläche Kommen, Aufsteigen, τῆς ζέσεως Arist. probl. 22, 8. – Uebertr., ἐπιπολασμὸν ποιεῖσθαι κατά τινος, sich übermüthig gegen Einen betragen, D. Hal. 6, 65.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπολασμός: ὁ, = τῷ προηγ., ἐπ. τῆς ζέσεως Ἀριστ. Προβλ. 22. 8. 2) μεταφ., ἔπαρσις, ἀλαζονεία, αὐθάδεια, Διον. Ἁλ. 6. 65˙ πρβλ. ἐπιπολάζω.

Greek Monolingual

ἐπιπολασμός, ὁ (AM) επιπολάζω
επίπλευση, επιπόλαση, παραμονή στη επιφάνεια
αρχ.
1. τάση για ναυτία, αναγούλα
2. μτφ. προπέτεια, αλαζονεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπολασμός: ὁ подъем: ὁ τῆς ζέσεως ἐ. Arst. вскипание.