ἔπαλξις

From LSJ
Revision as of 09:46, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαλξις Medium diacritics: ἔπαλξις Low diacritics: έπαλξις Capitals: ΕΠΑΛΞΙΣ
Transliteration A: épalxis Transliteration B: epalxis Transliteration C: epalksis Beta Code: e)/palcis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐπαλέξω)

   A means of defence: mostly in pl., battlements, Il.12.263, Hdt.9.7, A.Th.30,158 (lyr.), E.Ph.1158, etc.; τὰς ἐ. ἀπώσαντες Th.3.23; αἱ οἰκίαι . . ἐπάλξεις λαμβάνουσι Id.4.69, cf. 115.    b in sg., mostly, line of battlements, parapet, Il.12.381,al. (never in Od.); οἱ παρ' ἔπαλξιν the defenders of the wall, Th.2.13, cf. 7.28, Ar.Ach.72: pl., of individual crenellations, Th.3.21.    2 generally, defence, protection, πλούτου A.Ag.381 (lyr.); σωτηρίας E.Or.1203, etc.    3 court for trial of homicide, EM353.26, AB243.

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, die Schutzwehr (ἐπαλέξω), bes. Brustwehr, Zinnen auf den Mauern, hinter denen sich die Bürger vertheidigen, Il. 12, 263. 381 u. öfter; Her. 9, 7 u. Folgde; auch an anderen Häusern, ἀπ' οἰκιῶν ἐπάλξεις ἐχουσῶν Thuc. 4, 115, vgl. 3, 22. – Uebertr., Schutz, Beistand, πλούτου Aesch. Ag. 371; σωτηρίας Eur. Or. 1203. – Nach E. M. und B. A. 243 ein Gerichtshof in Athen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαλξις: -εως, ἡ, (ἐπαλξέω) μέσον ἀμύνης: τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., ἐπάλξεις, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Μ. 263, Ἡρόδ. 9. 7, Αἰσχύλ. Θήβ. 30, 158, Εὐρ. Φοίν. 1158, κτλ.· καὶ τὰς ἐπάλξεις ἀπώσαντες, διὰ τοῦ μεταπυργίου ὑπερέβαινον Θουκ. 3. 23· αἱ οἰκίαι... ἐπάλξεις λαμβάνουσαι ὁ αὐτὸς 4. 69· ἀπ’ οἰκιῶν ἐπάλξεις ἐχουσῶν αὐτόθι 115, καὶ ἴδε κρόσσαι: ἐν τῷ ἑνικῷ, ὅ ῥα τείχεος ἐντὸς κεῖτο μέγας παρ’ ἔπαλξιν Ἰλ. Μ. 381, κτλ. (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)· οἱ παρ’ ἔπαλξιν, οἱ ὑπερασπισταὶ τοῦ τείχους, Θουκ. 2. 13, πρβλ. 7. 28, Ἀριστοφ. Ἀχ. 72. 2) μεταφ., προστασία, ὑπεράσπισις, ἀντίληψις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 381· τήνδ’ ὑμῖν ἔχω σωτηρίας ἔπαλξιν Εὐρ. Ὀρ. 1203, κτλ. Κατὰ Α. Β. 243. 15, «ἐπάλξεις, ἐξοχαὶ τειχῶν, προμαχῶνες, ἁψίς, ἔστι δὲ καὶ δικαστήριον τῶν φονικῶν, ᾠκοδόμηται δὲ πρὸς τῷ πρυτανείῳ».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 sorte de mantelet ou de créneau sur une muraille ou sur une maison d’ord. au pl. ; au sg. ligne des créneaux ou du rempart;
2 fig. rempart, défense.
Étymologie: ἐπαλέξω.

English (Autenrieth)

ιος (ἀλέξω): breastwork, battlement. (Il.)

Greek Monotonic

ἔπαλξις: -εως, ἡ (ἐπαλέξω), μέσο άμυνας·
1. στον πληθ., επάλξεις, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., αμυντικό τείχος με πολεμίστρες, προμαχώνας, παραπέτασμα, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.
2. γενικά, υπεράσπιση, προστασία, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἔπαλξις: εως ἡ (преимущ. pl.)
1) крепостные зубцы, зубчатая стена Hom., Aesch., Eur., Arph., Plut.: αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις ἔχουσαι или λαμβάνουσαι Thuc. дома с зубчатыми стенами;
2) защита, оплот, твердыня (πλούτου Aesch.; σωτηρίας Eur.).

Middle Liddell

ἔπαλξις, εως ἐπαλέξω
1. a means of defence: in pl. battlements, Il., Hdt., etc.:—in sg. the battlements, parapet, Il., Thuc.
2. generally, a defence, protection, Aesch., Eur.