ὑπονύσσω

From LSJ
Revision as of 10:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονύσσω Medium diacritics: ὑπονύσσω Low diacritics: υπονύσσω Capitals: ΥΠΟΝΥΣΣΩ
Transliteration A: hyponýssō Transliteration B: hyponyssō Transliteration C: yponysso Beta Code: u(ponu/ssw

English (LSJ)

   A prick or sting underneath: generally, sting, Theoc.19.3; prick, Ael.NA2.50; prod, goad, ταῦρον Hld.10.28; τοὺς ὑποχειρίους LXX Is.58.3:—Pass., ὑπονύσσεται· καταπονεῖται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] unten oder ein wenig stechen, spornen, übertr., – reizen, beunruhigen, Theocr. 19, 3; Hesych. erkl. ὑπονύσσεται, καταπονεῖται.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονύσσω: μέλλ. -ξω, κεντῶ κάτωθεν· καθόλου, κεντῶ, πλήττω, Θεόκρ. 19. 5. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπονύσσεται· καταπονεῖται» (δηλ. ὁ ἵππος) Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

piquer légèrement.
Étymologie: ὑπό, νύσσω.

Greek Monolingual

Α
1. τσιμπώ, κεντώ κάτι λίγο ή αποκάτωἄκρα δὲ χειρῶν δάκτυλα πάνθ' ὑπένυξεν», Θεόκρ.)
2. (σχετικά με ζώο) οδηγώ με τη βουκέντρα, κεντρίζω
3. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω
4. (το μέσ. στο γ' πρόσ.) ὑπονύσσεται
(κατά τον Ησύχ.) «καταπονεῑται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νύσσω «κεντώ, τσιμπώ»].

Greek Monotonic

ὑπονύσσω: μέλ. -ξω, τρυπώ ή τσιμπώ, κεντώ από κάτω· γενικά, κεντρίζω, τσιμπώ, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπονύσσω: колоть, жалить (ἄκρα δάκτυλα Theocr.).

Middle Liddell

fut. ξω
to prick or sting underneath: generally, to sting, Theocr.