ᾗ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
dat. sg. fem. of relat. Pron. ὅς, ἥ, ὅ, in adverb. sense, 1 of Place, which way, where, whither, relat. to τῇ, Il.13.53, 15.46; also in Trag. and Att., S.El.1435; τῇδε . . ᾗ A.Ch.308; ἐκείνῃ . . ᾗ Pl.Phd. 82d; Dor. ᾇ SIG56.28 (Argos, v B.C.). II of Manner, how, as, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν A.Ch.558; ᾗ νομίζεται S.OC1603; ᾗ βούλονται Th.8.71, etc.:—not in Hom., unless we read ᾗ θέμις ἐστί for ἣ θέμις, v. θέμις. 2 wherefore, Th.1.25, 2.2,al. 3 in so far as, διαφέρειν τὰ ἑκούσια τῶν ἀκουσίων ᾗ ὁ μὲν . . τῷ δέ . . X.Mem.2.1.18, cf. Pl. Men.72b; ῥήτορες ᾗ ῥήτορες Phld.Rh.2.265S.; ᾗ ἄνθρωπος qua man, Arist.EN1096b2. III with Sup., ᾗ ἐδύνατο τάχιστα as quickly as he could, X.An.1.2.4, etc.; ᾗ δυνατὸν μάλιστα ib.1.3.15; ᾗ ἄριστον Id.Cyr.2.4.32, etc.; ᾗ ῥᾷστά τε καὶ ἥδιστα Id.Mem.2.1.9; ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστα Id.Cyr.7.1.9.
French (Bailly abrégé)
1adv.
1 avec idée de lieu par où : ᾗ ἔμελλον ὁ Ἕλληνες παριέναι XÉN par où les Grecs devaient s’avancer ; ᾗ ἕκαστος ἐτύγχανε τοῦ νάπους ὤν XÉN dans la partie du bois où chacun se trouvait;
2 avec idée de manière de la manière que, selon que, comme : ᾗ Λοξίας ἐφήμισεν ESCHL comme l’a prédit Loxias ; λουτροῖς τέ νιν ἐσθῆτί τ’ ἐξήσκησαν, ᾗ νομίζεται SOPH elles le baignèrent et le parèrent de vêtements, comme c’est l’usage ; ᾗ βούλονται THC à leur volonté ; ᾗ δυνατόν autant qu’il est possible ; ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστα XÉN le plus vite que je pourrai ; ᾗ δυνατὸν μάλιστα XÉN le plus possible ; ᾗ ἄριστον XÉN le mieux possible;
3 autant que : ᾗ ὁ μὲν ἑκὼν φάγοι XÉN autant qu’il voudrait bien manger.
Étymologie: dat. sg. fém. de ὅς.
2dat. sg. fém. de l’adj. possess. ὅς, p. ἑός;
3ᵉ sg. sbj. ao. Act. de ἵημι.
English (Autenrieth)
where (whither), as; dat. fem. of the rel. pron., used as adv., Il. 12.389, Il. 15.46, Il. 9.310.
Greek Monotonic
ᾗ: δοτ. θηλ. ενικ. της αναφορ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ, σε Όμηρ.· συχνά με επιρρημ. σημασία·
I. χρησιμοποιείται για τόπο, σε όποιο μέρος, όπου, συγγενές με το δεικτικό τῇ, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
II. 1. χρησιμοποιείται για τρόπο, όπως, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.
2. γι' αυτό, εξαιτίας αυτού, Λατ. quare, στον ίδ.
3. = καθ' ὅτι, ὡς, Λατ. qua, quatenus, σε Ξεν.
III. συνδυαζόμενο με υπερθ.· ᾗ ἐδύνατο τάχιστα, όσο γρήγορα μπορούσε, στον ίδ.· ᾗ ῥᾶστά τε καὶ ἥδιστα, στον ίδ.
• ᾗ: δοτ. θηλ. ενικ. της κτητ. αντων. ὅς, ἥ, ὅν, δικός του, δική του, δικό του.
Russian (Dvoretsky)
ᾗ: II adv.
1) куда: ᾗ νοεῖς, ἔπειγέ νυν Soph. поспеши (туда), куда замышляешь; ἐκείνῃ ἐπόμενοι, ᾗ ἐκείνη ὑφηγεῖται Plat. туда следуя, куда она (философия) ведет;
2) атт. как, подобно тому как: ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν Aesch. как и предрек Локсий (Аполлон);
3) ввиду этого, поэтому: ᾗ καὶ ῥᾷον ἔλαθον ἐσελθόντες Thuc. ввиду этого (фиванцы) с большей легкостью тайно пробрались (в город Платею);
4) поскольку, в той мере как: ᾗ ὁ ἐκὼν πεινῶν φάγοι ἂν ὁπότε βούλοιτο Xen. поскольку добровольно голодающий может поесть, когда захочет;
5) (при superl.) насколько, как можно (ἐλαύνει ᾗ ἐδύνατο τάχιστα Xen.).
Russian (Dvoretsky)
ᾗ:
I dat. sing. f к притяж. местоим. ἥ (f от ὅς).
Middle Liddell
I. dat. sg. fem. of relat. Pron. ὅς, ἥ, ὁ, Hom.: freq. in adverb. sense
1. of Place, which way, where, whither, in or at what place, relat. to τῇ, Il., Soph.
II. of Manner, as, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν Aesch., Thuc., etc.
2. wherefore, Lat. quare, Thuc.
3. in so far as, Lat. qua, quatenus, Xen.
III. joined with a Sup., ᾗ ἐδύνατο τάχιστα as quick as he was able, Xen.; ᾗ ῥᾷστά τε καὶ ἥδιστα Xen.