διακατελέγχομαι
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
English (LSJ)
Med.,
A confute thoroughly, τισί Act.Ap.18.28.
German (Pape)
[Seite 581] gänzlich widerlegen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
διακατελέγχομαι: μέσ., ἐντελῶς ἀναιρῶ, ἀνασκευάζω, τινι, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 28.
French (Bailly abrégé)
réfuter victorieusement.
Étymologie: διά, κατελέγχω.
Spanish (DGE)
refutar por completo, rebatir τοῖς Ἰουδαίοις διακατηλέγχετο δημοσίᾳ Act.Ap.18.28, en v. pas. διακατελεγχόμενος ὑπὸ τῶν ἐμῶν ὑποθηκῶν Felix III Ep.P.p.14.9.
English (Strong)
middle voice from διά and a compound of κατά and ἐλέγχω; to prove downright, i.e. confute: convince.
English (Thayer)
imperfect διακατηλεγχομην; to confute with rivalry and effort or in a contest (on this use of the preposition διά in compos. cf. Herm. ad Vig., p. 854; (others give it here the sense of completeness; see διά, C. 2)): with the dative of person (Winer s Grammar, § 31,1f.; Buttmann, 177 (154)); not found except in R. V. powerfully confuted).
Greek Monotonic
διακατελέγχομαι: μέλ. -ξομαι· Μέσ., αναιρώ κάτι εντελώς, ανασκευάζω, τινι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
διακατελέγχομαι: решительно возражать (τινι NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακατελέγχομαι [διά, κατελέγχω] geheel weerleggen.
Middle Liddell
fut. ξομαι
Mid. to confute thoroughly, τινι NTest.
Chinese
原文音譯:diakatelšgcomai 笛阿-卡特-誒累格何買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-向下-暴露
字義溯源:徹底的證明,完全的駁斥,駁倒;由(διά)*=通過)與(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)及(ἐλέγχω)*=駁倒)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 駁倒(1) 徒18:28