μεταρρυθμίζω
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
A change the form or fashion of a thing, remodel, τὰ γράμματα Hdt.5.58; πόρον A.Pers.747; τὴν λέξιν Arist.Ph.185b28; τὸ ἀμφίβολον τῆς προαιρέσεως εἰς βεβαιότητα Hierocl. in CA2p.422M., cf. 19p.460M.:—Pass., have one's form changed, Pl.Ti.46a, Arist.Cael.306b13. 2 esp. reform, amend, X.Oec.11.2,3, Arist.EN1179b16, Epicur.Nat.82 G.; cure, τινὰ τῶν ἁμαρτημάτων Philostr.VA 1.13:—Pass., οὐδὲ μετερρύθμισθέ πω ib.6.11. II make in a different form, Pl.Ti.91d (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταρρυθμίζω: ὡς καὶ νῦν, μεταβάλλω τὴν μορφὴν ἢ τὸ σχῆμα πράγματός τινος, μεταπλάττω, μεταβάλλω, τὰ γράμματα Ἡρόδ. 5. 58· πόρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 747· τὴν λέξιν Ἀριστ. Φυσ. 1. 2, 11. - Παθ., μεταβάλλομαι τὸ σχῆμα, μεταμορφοῦμαι, ἀλλοιοῦμαι, ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 3. 8, 2. 2) ἰδίως, ἀναμορφώνω, διορθώνω, Ξεν. Οἰκ. 11. 2 καὶ 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 5. ΙΙ. σχηματίζω κατὰ διάφορον σχῆμα ἢ μορφήν, Πλάτ. Τίμ. 46Α, 91D, ἐν τῷ παθ.
French (Bailly abrégé)
changer la mesure ou la forme, transformer, acc. ; particul. réformer, améliorer.
Étymologie: μετά, ῥυθμίζω.
Greek Monolingual
(ΑΜ μεταρρυθμίζω)
μεταβάλλω τον ρυθμό, τη μορφή, το σχήμα ή την τάξη, μετασχηματίζω, τροποποιώ, αναπλάθω, αναδιοργανώνω, αναμορφώνω (α. «οἱ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ὀλίγα», Ηρόδ.
β. «μεταρρυθμίζω την επίπλωση του διαμερίσματός μου» γ. «μεταρρύθμισε το σύστημα της παιδείας»)
αρχ.
1. διορθώνω, επανορθώνω
2. δίδω σε κάτι διαφορετικό σχήμα ή μορφή («τὸ δὲ τῶν ὀρνέων φῡλον μετερρυθμίζετο ἀντὶ τριχῶν, πτερὰ φύον», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μεταρρυθμίζω: μέλ. -σω, αλλάζω τον ρυθμό, τη μορφή ενός πράγματος, ανακατασκευάζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· αναμορφώνω, τροποποιώ, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μεταρρυθμίζω: перестраивать, изменять, переделывать (τὰ γράμματα Her.; πόρον Aesch., Plut.).
Middle Liddell
fut. σω
to change the fashion of a thing, to remodel, Hdt., Aesch.:— to reform, amend, Xen.