πελταστικός

From LSJ
Revision as of 19:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελταστικός Medium diacritics: πελταστικός Low diacritics: πελταστικός Capitals: ΠΕΛΤΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: peltastikós Transliteration B: peltastikos Transliteration C: peltastikos Beta Code: peltastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled in the use of the πέλτη, Pl. Tht.165d ; οἱ π. Id.Prt.350a : ἡ -κή (sc. τέχνη) tactics of a targeteer, Id.Lg.813e ; τὸ -κόν, = οἱ πελτασταί, X.An. 7.6.29, etc. Adv. Sup. πελταστικώτατα

   A in the best manner of πελτασταί, Id.Oec. 21.7.

German (Pape)

[Seite 551] zum πελταστής gehörig, ihn betreffend; πελταστικὸς ἀνήρ, der mit der πέλτη zu kämpfen versteht, Plat. Theaet. 165 d οἱ πελταστικοί, Prot. 350 a; ἡ πελταστική, die Kunst, mit der πέλτη zu kämpfen, Legg. VII, 813 d; ὅπλα πελταστικά, Pol. 23, 9, 3; – τὸ πελταστικόν, die Schaar der Peltasten, Xen. An. 7, 6, 26; er bildet auch den superl. des adv. πελταστικώτατα, aufs beste nach Art leichtbewaffneter Krieger, προκινδυνεύειν, Xen. Oec. 21, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πελταστικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ χειρίζεσθαι τὴν πέλτην ὡς ὁ πελταστής, Πλάτ. Θεαίτ. 165D· οἱ πελταστικοὶ ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 350Α· ― ἡ πελταστικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνηδεξιότης τοῦ πελταστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 813D, 834Α· τὸ -κόν, = οἱ πελτασταὶ Ξεν. Ἀνάβ. 7. 6, 29, κτλ. ― Ὑπερθ. ἐπίρρ. πελταστικώτατα, λαμπρότατα, ὅλως κατὰ τὸν τρόπον τῶν πελταστῶν, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 21. 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les peltastes ou soldats d’infanterie légère ; τὸ πελταστικόν XÉN l’infanterie légère, les peltastes.
Étymologie: πελταστής.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πελταστής
1. έμπειρος, ικανός στον χειρισμό της πέλτης
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πελταστική- (ενν. τέχνη) η δεξιότητα του πελταστού
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πελταστικόν
(περιληπτ.) το στρατιωτικό σώμα που το αποτελούσαν πελταστές
4. (ως επίρρ. στον υπερθ.) πελταστικώτατα
εντελώς κατά τον τρόπο τών πελταστών.

Greek Monotonic

πελταστικός: -ή, -όν, επιδέξιος στη χρήση της πέλτης, όπως ο πελταστής, σε Πλάτ.· ἡ πελταστική (ενν. τέχνη), τέχνη ή ικανότητα πελταστή, στον ίδ.· τὸ πελταστικόν = οἱ πελτασταί, σε Ξεν.· επίρρ. υπερθ. πελταστικώτατα, κατά πολύ με τον τρόπο των πελταστών, με το πιο επιδέξιο τρόπο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πελταστικός: II ὁ Plat. = πελταστής.
искусно владеющий легким щитом, опытный в искусстве пельтаста (ἀνήρ Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελταστικός -ή -όν [πελταστής] van een peltast; subst. ἡ πελταστική vaardigheid van een peltast; subst. τὸ πελταστικόν lichte infanterie. handig in het gebruik van een schild. Plat. Tht. 165d.

Middle Liddell

πελταστικός, ή, όν [from πελταστής
skilled in the use of the πέλτη, like a targeteer, Plat.:— ἡ -κή (sc. τέχνἠ the art or skill of a targeteer, Plat.: τὸ -κόν, = οἱ πελτασταί, Xen. —Sup. adv., πελταστικώτατα quite in the manner of πελτασταί, in the best style, Xen.