περιημεκτέω

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιημεκτέω Medium diacritics: περιημεκτέω Low diacritics: περιημεκτέω Capitals: ΠΕΡΙΗΜΕΚΤΕΩ
Transliteration A: periēmektéō Transliteration B: periēmekteō Transliteration C: periimekteo Beta Code: perihmekte/w

English (LSJ)

   A to be aggrieved, chafe, τῇ συμφορῇ, τῇ δουλοσύνῃ, τῇ ἀπάτῃ, etc., Hdt.1.44,164, 4.154, al.: c. gen. pers., to be aggrieved at or with him, Id.8.109: abs., Id.1.114. (ἡμεκτέω only in Hsch.)

German (Pape)

[Seite 576] (das simplex kommt nicht vor, wahrscheinlich hängt es mit αἷμα, αἱμάσσω zusammen und drückt den heftigen Schmerz einer Wunde aus, vgl. ἡμωδία, ἡμωδιάω), eigtl. heftigen Schmerz empfinden, betrübt, unwillig sein oder werden; τῇ συμφορῇ, über das Unglück, Her. 1, 44; τῇ δουλοσύνῃ, 1, 164, öfter; u. absolut, 1, 114; u. c. gen., 8, 109; οὗτοι γὰρ μάλιστα ἐκπεφευγότων περιημέκτεον, sie waren am meisten darüber unwillig, daß jene entflohen waren; die VLL. erkl. ἀγανακτεῖν, ἀνιᾶσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

περιημεκτέω: κυρίως, αἰσθάνομαι σφοδρὸν πόνον, ἀνιῶμαι μεγάλως, δυσφορῶ, ἀγανακτῶ, τινί, διά τι πρᾶγμα, ὡς τῇ συμφορῇ, τῇ δουλοσύνῃ, τῇ ἀπάτῃ, κτλ., Ἡρόδ. 1.44, 164., 4.154· ἀλλὰ μετὰ γεν. προσ., ἀγανακτῶ, δυσαρεστοῦμαι πρός τινα, κατά τινος, 8.109· ἀπολ., 1.114. (Τὸ ἁπλοῦν -ημεκτέω ἀπαντᾷ μόνον ἐν νόθῳ τινὶ γλωσσ. τοῦ Ἡσυχ., ἴδε Schmidt. Ἡ κατάληξις δύναται νὰ παραβληθῇ πρὸς τὴν τοῦ πλέονεκτέω καὶ ἀγανακτέω, ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς συλλαβῆς -ημ δὲν ἔχει ἀνακαλυφθῆ).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être mécontent : τινι au sujet de qch ; τινος au sujet de qqn.
Étymologie: περί, ἡμεκτέω.

Greek Monotonic

περιημεκτέω: μέλ. -ήσω, είμαι εξαιρετικά πικραμένος, δυσφορώ υπερβολικά, με δοτ., σε Ηρόδ.· με γεν. προσ., αγανακτώ με κάποιον, στον ίδ. (η προέλ. από το -ημεκτέω είναι αμφίβ.).

Russian (Dvoretsky)

περιημεκτέω:
1) сильно страдать, быть подавленным (τῇ συμφορῇ Her.);
2) быть возмущенным (τῇ ἀπάτῃ Her.);
3) досадовать: π. ἐκπεφευγότων Her. досадовать на то, что (враги) убежали.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ημεκτέω [etym. onzeker] intrans. zeer verbitterd zijn:. περιημεκτέων δὲ τῇ συμφορῇ zeer verbitterd vanwege zijn ongeluk Hdt. 1.44.2; ἐκπεφευγότων περιημέκτεον zij waren zeer ontstemd, omdat zij (de Perzen) ontkomen waren Hdt. 8.109.1.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to experience fierce unwillingness, to be upset (Hdt.), from there ἠμεκτεῖ δυσφορεῖ H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Expressive formation like the synonymous ἀγανακτέω (s. v.) and ὑλακτέω; further unclear. Hypothesis by Frisk Eranos 50, 8 ff. (with critism of earlier proposals): from *περι-εμέω with compositional lenthening as in εὑ-ημέτης?

Middle Liddell

fut. ήσω
to be much aggrieved, to chafe greatly at, c. dat., Hdt.; c. gen. pers. to be aggrieved at or with him, Hdt. (Deriv. of -ημεκτέω uncertain.)

Frisk Etymology German

περιημεκτέω: {periēmektéō}
Grammar: v.
Meaning: heftigen Unwillen empfinden, aufgeregt sein (Hdt.), daraus ἠμεκτεῖ· δυσφορεῖ H.
Etymology : Expressive Bildung wie das synonyme ἀγανακτέω (s. d.) und ὑλακτέω; sonst unklar. Hypothese von Frisk Eranos 50, 8 ff. (mit Kritik früherer Vorschläge): aus *περιεμέω erweitert mit kompositioneller Dehnung wie in εὐημέτης?
Page 2,513