στολίζω

Revision as of 13:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(στολίς)

   A put in trim, στολίσας νηὸς πτερά drawing in the sail, Hes.Op.628.    2 equip, dress, τινὰ πέπλοις Anacreont.15.29; ἀγαλμάτιον Plu.2.366f; τοὺς θεούς Stud.Pal.22.183.90 (ii A.D.):— Pass., ἐστολισμένος δορί armed with spear, E.Supp.659; νῆες σημείοισιν ἐστ. Id.IA255 (lyr.); νυμφικῶς ἐστ. Ach.Tat.3.7; ἐστ. τὴν βασιλικὴν στολήν LXX Es.8.15: abs., ἐστ. in full dress, ib. 1 Es.1.2, al.    3 metaph., deck, adorn, τὰς φρένας τινί AP9.214 (Leo Phil.).    II to be a στολιστής, IG3.162.9.

German (Pape)

[Seite 946] wie στέλλω, in Stand setzen, ausrüsten; στολίσας νηὸς πτερά, die Segel einziehend, Hes. O. 630; ἐστολισμένον δορί, bewaffnet, Eur. Suppl. 659; νῆας εἰδόμαν σημείοις ἐστολισμένας, I. A. 255; στόλισον αὐτήν, schmücke sie, Anacr. 15, 29; Plut. καὶ κοσμέω, Is. et Osir. 39; – auch übertr., στόλιζες φρένας, Leo phil. ep. 5 (IX, 214).

Greek (Liddell-Scott)

στολίζω: μέλλ. -ίσω, (στολὶς) ὡς τὸ στέλλω, παρασκευάζω, ἐξοπλίζω, ἑτοιμάζω· στολίσας νηὸς πτερά, περιστείλας, συστείλας τὰ ἱστία, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 626. 2) παρασκευάζω, ἐνδύω, στολίζω, τινά τινι Ἀνακρέοντ. 15. 29· τινὰ Πλούτ. 2. 366F. - Παθητ., ἐστολισμένος δορί, ὡπλισμένος μὲ δόρυ, Εὐρ. Ἱκέτ. 659· νῆες σημείοις ἐστ. Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 255· νυμφικῶς ἐστ. Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 7· ἐστ. στολὴν βασιλικὴν Ἑβδ. (Ἐσθ. Η΄(Θ΄), 15)· ἀπολ., ἐστολισμένος, ἐνδεδυμένος τελείως, αὐτόθι (Α΄ Ἔσδρ. Α΄, 2, κτλ., πρβλ. Ἐσθ. Δ΄, 4, Ϛ΄, 9). 3) μεταφορ., κοσμῶ, στολίζω, τί τινι Ἀνθ. Π. 9. 214. ΙΙ. εἶμαι στολιστής, Συλλ. Ἐπιγρ. 481. 9. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 276.

French (Bailly abrégé)

1 appareiller, équiper, acc. ; en gén. munir de, τινι;
2 vêtir.
Étymologie: στολίς.

Spanish

vestir

Greek Monolingual

ΝΜΑ στόλος / στολή
1. διακοσμώ, κοσμώ, καλλωπίζω, ντύνω με ωραία ενδύματα και κοσμήματα (α. «στολίζουν τη νύφη» β. «νέον τινὰ στολίσαντες ὡς κόρην», Τζέτζ.
γ. «τὸ ἀγαλμάτιον στολίζουσι καὶ κοσμοῡσι», Πλούτ.)
2. (το μεσοπαθ.)
στολίζομαι
α) φορώ πολυτελή ενδυμασία ή φέρω επίσημη διακόσμηση (α. «ήλθαν στολισμένες σαν πριγκιπέσσες» β. «ἐστολισμένος τὴν βασιλικὴν στολήν», ΠΔ
γ. «νῆες σημείοισιν ἐστολισμέναι», Ευρ.)
β) μτφ. φέρω, έχω ή αποκτώ κάτι το όμορφο ή καλό (α. «πολλά είναι τα προτερήματα που τον στολίζουν» β. «με τη δική μου λεβεντιά να στολιστείς γυρεύεις;», δημ. τραγούδι
γ. «λευκὴν ἄνωθεν ἐλπίδα στολίζεται», Ανθ. Παλ.)
νεοελλ.
1. μτφ. διανθίζω («στόλισε τον λόγο του με φαιδρά ανέκδοτα»)
2. φρ. «τον στόλισα όπως του έπρεπε» ή «τον στόλισα για τα καλά»
μτφ. του τά είπα έξω απ' τα δόντια, τον επιτίμησα, του μίλησα με σκληρά λόγια
αρχ.
1. καταρτίζω, προετοιμάζω
2. εξοπλίζω, αρματώνω («ἐστολισμένος δορί», Ευρ.)
3. είμαι στολιστής
4. φρ. «στολίσας νηὸς πτερά» — αφού μάζεψε τα πανιά (Ευρ.).

Greek Monotonic

στολίζω: μέλ. -ίσω (στολίς
1. προετοιμάζω, παρασκευάζω, εξοπλίζω· στολίσας νηὸς πτερά, έχοντας μαζέψει τα πανιά του πλοίου, σε Ησίοδ.
2. εφοδιάζω, ντύνω, στολίζω — Παθ., ἐστολισμένος δορί, οπλισμένος με δόρυ, σε Ευρ.
3. μεταφ., κοσμώ, διακοσμώ, στολίζω, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στολίζω [στόλος, στολή] opvouwen. Hes. Op. 628. uitrusten met, met dat.. ἐστολισμένον δορί uitgerust met een speer Eur. Suppl. 659.

Russian (Dvoretsky)

στολίζω:
1) сворачивать, убирать (νηὸς πτερά Hes.);
2) одевать, наряжать (σ. καὶ κοσμεῖν τινα Plut.);
3) украшать, снабжать (νῆας σημείοισιν Eur.);
4) оснащать, вооружать (ἐστολισμένος δορί Eur.).

Middle Liddell

στολίζω, στολίς
1. to put in trim, στολίσας νηὸς πτερά having trimmed the sails, Hes.
2. to equip, dress:—Pass., ἐστολισμένος δορί armed with spear, Eur.
3. metaph. to deck, adorn, Anth.