πατραλοίας

From LSJ
Revision as of 13:43, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρᾰλοίας Medium diacritics: πατραλοίας Low diacritics: πατραλοίας Capitals: ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Transliteration A: patraloías Transliteration B: patraloias Transliteration C: patraloias Beta Code: patraloi/as

English (LSJ)

gen. α and ου, ὁ, voc. -αλοῖα : (άω) :—

   A one who slays or strikes his father, parricide, Ar.Nu.911, 1327, Ra.274, Lys.10.8, Pl.Phd.114a, Sph.241d, etc. : as fem., Hld. 10.38 :—sts. written πατραλῴας or πατρολῴας( πατρ-λώας, πατρ-λόας) in codd., as 1 Ep.Ti. 1.9, J.AJ16.11.1.

German (Pape)

[Seite 535] ὁ, = Folgdm; Plat. Phaed. 144 a; Lys. 10, 8; Arist. rhet. 2, 11, 2. – Bei Heliod. 10, 38 auch fem., τὴν ἀθέμιτον ἐμὲ καὶ πατραλοίαν.

Greek (Liddell-Scott)

πατρᾰλοίας: γεν. α καὶ ου, ὁ, κλητ. -λοῖα· (ἀλοιάω)· - ὁ φονεύων ἢ δέρων τὸν ἑαυτοῦ πατέρα, πατροκτόνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 911. 1327, Βάτρ. 247, Λυσίας 116. 43, Πλάτ., κτλ.· ὡς θηλ. Ἡλιόδ. 10. 38.- Φέρεται πατρᾰλῴας ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
meurtrier de son père, parricide.
Étymologie: πατήρ, ἀλοιάω.

Greek Monolingual

και πατραλῴας και πατρολῴας και πατραλώας και πατρολόας, ὁ, Α
ο φονέας του πατέρα του ή αυτός που δέρνει, που κακοποιεί μέχρι θανάτου τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, -τρός + -αλοίας (< ἀλοιῶ, επικ. τ. του ἀλοῶ «χτυπώ, μαστιγώνω» < ἀλωή «αλώνι»), πρβλ. μητρ-αλοίας].

Greek Monotonic

πατρᾰλοίας: γεν. και -ου, ὁ, κλητ. -ἀλοῖα (ἀλοιάω)· αυτός που σκοτώνει τον πατέρα του, πατροκτόνος, σε Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πατρᾰλοίας: ου и α ὁ отцеубийца Arph., Lys., Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατραλοίας -ου, ὁ [πατήρ, ἀλοιάω] vadermoordenaar.

Middle Liddell

ἀλοιάω
one who slays his father, a parricide, Ar., etc.