ἐκχυλίζω
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
A squeeze out, express juice or liquor, Hp.Mul.1.44; suck out, Arist.HA596b12.
German (Pape)
[Seite 787] den Saft ausdrücken, aussaugen; Hippocr.; Arist. H. A. 8, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχῡλίζω: ἐκθλίβω τὸν χυλόν, Ἱππ. 608, 25· ἐκμυζῶ, τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 11, 4.
Spanish (DGE)
extraer el jugo τρίψας πάντα, δι' ὀθονίου ἐκχυλίσας Hp.Mul.1.44, τῶν δ' ἐντόμων ... τὰ δὲ ... τοῖς ὑγροῖς τρέφεται, πάντοθεν ἐκχυλίζοντα ταύτῃ (τῇ γλώττῃ) Arist.HA 596b12, cf. 623a16, Dieuch.15.34, 43, 82, 85.
Greek Monolingual
(AM ἐκχυλίζω)
μεταβάλλω σε χυλό, εξάγω χυλό από φυτό ή καρπό με έκθλιψη, απόσταξη ή αφέψηση
αρχ.
εκμυζώ, απομυζώ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχῡλίζω: высасывать или вылизывать сок (τῇ γλῶττῃ Arst.).