ὑπέρλαμπρος
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
ον,
A exceedingly bright, ἀκτῖνες Ar.Nu.571 (lyr.). 2 very splendid, ἀγορά Aristid.Or.18(20).6. II of sound, very clear or loud: neut. as Adv., ὀλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον D.18.260. III very distinguished, Plu.Pomp.14; in titles, ἡ ὑ. ὑμῶν εὐσέβεια, τὸ ὑ. ὑμῶν ὕψος, PLips.34.21 (iv A. D.), PMasp.8.9 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 1198] übermäßig hell, glänzend, ἀκτῖνες Ar. Nubb. 562; – laut, ὑπέρλαμπρον ὀλολύζειν Dem. 18, 259; – berühmt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρλαμπρος: -ον, εἰς ὑπερβολὴν λαμπρός, ἀκτῖνες Ἀριστοφ. Νεφ. 571. ΙΙ. ἐπὶ ἤχου, λίαν λαμπρός, καθαρός, σαφής, εὐκρινὴς ἢ ἰσχυρός· ἐπίρρ. ὁλολύζειν οὐχ ὑπέρλαμπρον Δημ. 313. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 trop brillant;
2 en parl. de la voix, adv. • ὑπέρλαμπρον DÉM avec de trop grands éclats de voix.
Étymologie: ὑπέρ, λαμπρός.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρλαμπρος, -ον, ΝΜΑ
πάρα πολύ λαμπρός, λαμπρότατος («ὑπερλάμπροις ἀκτῑσιν», Αριστοφ.)
αρχ.
1. πολύ μεγαλοπρεπής, μεγαλοπρεπέστατος
2. (κυρίως ως τιμητικός τίτλος) πολύ διακεκριμένος («ὑπέρλαμπρος καὶ ἐξοχώτατος», επιγρ.)
3. (για ήχο) πολύ καθαρός, ευκρινής
4. (το ουδ. ως επίρρ.) ὑπέρλαμπρον
με μεγάλη ηχητική καθαρότητα.
Greek Monotonic
ὑπέρλαμπρος: -ον, I. υπερβολικά λαμπρός, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για ήχο, καθαρός, σαφής ή ευκρινής, ισχυρός, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρλαμπρος:
1) ослепительно-яркий (ἀκτῖνες Arph.);
2) покрытый необыкновенной славой (Πομπήϊος Plut.).
Middle Liddell
ὑπέρ-λαμπρος, ον,
I. exceeding bright, Ar.
II. of sound, very clear or loud, Dem.