ἔφυδρος
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
English (LSJ)
Ion. ἔπ-, ον, (ὕδωρ)
A moist, rainy, of the west wind, Od.14.458; ἡμέρα Aristid.Or.48 (24).50. 2 abounding in water, [γῆ] ἔπυδρος πίδαξι Hdt.4.198, cf. Hp.Aër.1, Arist.Mete.347a31, Dsc.1.15. 3 living on the water, νῆτται Philostr.Im.1.9 (cf. ἐπίϋδρος).
German (Pape)
[Seite 1123] ion. ἔπυδρος, feucht, naß, ζέφυρος Od. 14, 458; γῆ ἔπυδρος πίδαξι Her. 4, 198; so bes. von Oertern auch τὰ ἔφυδρα allein, Theophr.; – wassersüchtig, Hippocr. – Sp. auch = an, bei dem Wasser, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφυδρος: Ἰων. ἔπυδρος, ον, (ὕδωρ) ὑγρός, βροχερός, ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ ἀνέμου, Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος Ὀδ. Ξ. 458· πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου Orion aquosus. 2) ἔχων ἄφθονον ὕδωρ, γῆ ἔπυδρος πίδαξι Ἡρόδ. 4. 198, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 280, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 10, 3, κ. ἀλλ. 3) ὑδρωπικός, Ἱππ. (;) 4) ζῶν ἐπ’ τοῦ ὕδατος, νῆττα Φιλόστρ. 776.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui apporte la pluie ou l’humidité (vent d’ouest);
2 abondant en eau ou en sources.
Étymologie: ἐπί, ὕδωρ.
English (Autenrieth)
(ὕδωρ): wet, rainy, Od. 14.458†.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἔφυδρος, -ον, Α ιων. τ. ἔπυδρος, -ον)
υγρός, βροχερός
αρχ.
1. (για τον δυτικό άνεμο) νοτερός, αυτός που φέρνει βροχή («αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που έχει άφθονο νερό («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος πίδαξι», Ηρόδ.)
3. υδρόβιος, αυτός που ζει πάνω ή μέσα στο νερό («ὁρᾷς γάρ που τὰς νήττας ὡς ἔφυδροι διολισθαίνουσι», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -υδρος (< ὕδωρ)].
Greek Monotonic
ἔφυδρος: Ιων. ἔπ-, -ον (ὕδωρ),·
1. υγρός, νοτερός, βροχερός, λέγεται για τον δυτικό άνεμο, σε Ομήρ. Οδ.
2. ο καλά αρδευόμενος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἔφυδρος: ион. ἔπυδρος 2
1) влажный, несущий влагу (Ζέφυρος Hom.);
2) влажный, сырой (τόποι Arst.);
3) орошаемый (γῆ ἔ. πίδαξι Her.).
Middle Liddell
ὕδωρ
1. wet, moist, rainy, of the west wind, Od.
2. well-watered, Hdt.