βαθύζωνος

From LSJ
Revision as of 15:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠζωνος Medium diacritics: βαθύζωνος Low diacritics: βαθύζωνος Capitals: ΒΑΘΥΖΩΝΟΣ
Transliteration A: bathýzōnos Transliteration B: bathyzōnos Transliteration C: vathyzonos Beta Code: baqu/zwnos

English (LSJ)

ον,

   A deep-girded (cf. βαθύκολπος), βαθυζώνους τε γυναῖκας Il.9.594, Od.3.154; βαρβάρων γυναικῶν τὸ ἐπίθετον Sch.Od.l.c.; βαθυζώνων… Περσίδων A.Pers.155 (lyr.); but epith. of Leto, B.10.16, Pi.Fr.89; Χάριτες Id.P.9.2, B.5.9; [Μοῦσαι] Pi.I.6(5).74; νύμφα βαθύζωνε S.Ichn.237 (lyr.).—Not in E.

German (Pape)

[Seite 424] (ζώνη), von Frauen, tief gegürtet, nicht unter der Brust, sondern an den Hüften, so daß das Gewand tiefere, vollere Falten schlug, wie die Ionierinnen sich trugen, s. Böckh Explic. Pind. Ol. 3, 35; Iliad. 9, 594 Od. 3, 154; Aesch. Ch. 167; Pind. I. 5, 71 u. öfter; übh. prachtvoll gekleidet.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύζωνος: -ον, βαθέως ἐζωσμένος, δηλ. οὐχὶ ὑψηλὰ καὶ ὑπὸ τὸ στῆθος (πρβλ. εὔζωνος), ἀλλὰ χαμηλὰ κατὰ τὴν ὀσφὺν ὥστε ἡ ἐσθὴς νὰ σχηματίζῃ μέγαν πτυχώδη κόλπον (πρβλ. βαθύκολπος), βαθυζώνους τε γυναῖκας Ἰλ. Θ. 594, Ὀδ. Γ. 154· ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις ἐπὶ ξένων γυναικῶν αἰχμαλωτισθεισῶν ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων, («βαρβάρων γυναικῶν τὸ ἐπίθετον», Σχόλ. εἰς Ὀδ. ἔνθ' ἀνωτ.)· οὕτω, βαθυζώνων ... Περσίδων Αἰσχύλ. Πέρσ. 155· πρβλ. M üller Archäol. d. Kunst § 339, Böckh. Expl. Pind. O. 3. 35.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj.
dont la ceinture fait retomber la robe en plis profonds.
Étymologie: βαθύς, ζώνη.

English (Autenrieth)

(ζώνη): deep-girdled, i. e. with girdle low down over the hips, epith. of women. (See cut.)

English (Slater)

βᾰθύζωνος, -ον
   1 low waisted, with dress bound low σὺν βαθυζώνοιο διδύμοις παισὶ Λήδας (Pauw: -ζώνου codd.) (O. 3.35) σὺν βαθυζώνοισιν Χαρίτεσσι (P. 9.2) βαθύζωνοι κόραι χρυσοπέπλου Μναμοσύνας the Muses (I. 6.74) βαθύζωνόν τε Λατώ fr. 89a. 2.

Spanish (DGE)

(βᾰθύζωνος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]

• Morfología: [gen. -οιο h.Cer.201, 304, Pi.O.3.35]
de ajustada cintura, de pronunciado talle ἄνδρας μὲν κτείνουσι ... τέκνα δὲ ... ἄγουσι βαθυζώνους τε γυναῖκας Il.9.594, cf. Od.3.154, Hes.Fr.205.5, μητρὶ βαθυζώνῳ Μετανείρῃ h.Cer.161, cf. 95, ll.cc., βαθυζώνων ... Περσίδων A.Pers.155, κόρη A.Ch.169, Hld.3.2.1, de Leto, B.11.16, Pi.Fr.89a.2, de Leda, Pi.O.3.35, Χάριτες Pi.P.9.2, las musas, Pi.I.6.74, νύμφη S.Fr.314.243, θεά S.Fr.314.270, Διώνη Posidipp.Epigr.38.19, βαρβάρων γυναικῶν τὸ ἐπίθετον Sch.Od.l.c.

Greek Monolingual

βαθύζωνος, -ον)
(για γυναίκα) χαμηλά ζωσμένη, με τη ζώνη χαμηλά, στη μέση.

Greek Monotonic

βᾰθύζωνος: -ον (ζώνη), χαμηλοζωσμένος, δηλ. ζωσμένος όχι ψηλά, κάτω από το στήθος, αλλά πάνω απ' τους γοφούς, έτσι ώστε το ένδυμα να πέφτει γύρω από τη ζώνη σε πτυχώσεις (πρβλ. βαθύκολπος), σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

βαθύζωνος: низкоподпоясанный (эпитет троянок и персиянок) Hom., Aesch.

Middle Liddell

ζώνη
deep-girded, i. e. girded not close under the breast, but over the hips, so that the gown fell over the girdle in folds (cf. βαθύκολπος), Hom.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύζωνος -ον βαθύς, ζώνη met laagzittende gordel (zodat de peplos er in een diepe plooi overheen valt).