λήμη

From LSJ
Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήμη Medium diacritics: λήμη Low diacritics: λήμη Capitals: ΛΗΜΗ
Transliteration A: lḗmē Transliteration B: lēmē Transliteration C: limi Beta Code: lh/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A a humour that gathers in the corner of the eye, rheum, Hp. VM19, Prog.2: in pl., sore eyes, Ar.Lys.301 (v. Sch.): metaph., ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eye-sore of Piraeus, of Aegina, Pericles ap.Arist. Rh.1411a15, Plu.Per.8; Κρονικαὶ λῆμαι old prejudices that dim the mind's eye, Ar.Pl.581; ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Plu.2.1101c. (Cf. λάμας.)

Greek (Liddell-Scott)

λήμη: ἡ, ἡ περὶ τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν πεπηγυῖα ὕλη, κοινῶς «τσίμπλα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Προγν. 32· αἱ λῆμαι, ὀφθαλμοὶ πάσχοντες, Ἀριστοφ. Λυσ. 301, ἔνθα ἴδε Σχολ.· μεταφ. ἡ Αἴγινα ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ Περικλέους, ἡ τοῦ Πειραιέως λ., ἡ «τσίμπλα» τοῦ Πειραιῶς, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, Πλουτ. Περικλ. 8· λῆμαι Κρονικαί, ἀρχαῖαι προλήψεις ἐμποδίζουσαι τὴν πνευματικὴν ὄρασιν, Ἀριστοφ. Πλ. 581· ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Πλούτ. 2. 1101C. - ὁ Ἱππ. 943, ἔχει καὶ λημίαι, αἱ. Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΓΛΑΜ, πρβλ. γλᾰμάω, γλαμυρός, γλάμων, Λατ. gram-ia, gram-iosus· ἴδε Γγ. Ι.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chassie ; αἱ λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek Monolingual

η (AM λήμη, Μ και λήμμη)
ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται ιδίως στον εσωτερικό κανθό του ματιού, η τσίμπλα
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ λῆμαι
τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια
2. φρ. α) «ἡ τοῦ Πειραιῶς λήμη» — η Αίγινα
β) «Κρονικαὶ λῆμαι» — αρχαίες προλήψεις που εμπόδιζαν την πνευματική όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με αλβ. llom «κατακάθι» παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η σύνδεση με λατ. lāma «τέλμα» και λιθουαν. lōmas «λάκκος, κοιλότητα» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.

Greek Monotonic

λήμη: ἡ, ύλη που μαζεύεται στη γωνία των ματιών, κοινώς «τσίμπλα»· μεταφ., ο Περικλής καλούσε την Αίγινα, ἡ τοῦ Πειραιέως λήμη, «τσίμπλα» (δηλ. αποκρουστικό θέαμα) του Πειραιά, σε Αριστ., Πλούτ.· λῆμαι Κρονικαί, αρχαίες προλήψεις που εμποδίζουν την πνευματική όραση, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λήμη:
1) гноетечение из глаз: αἱ λῆμαι Arph. больные глаза;
2) перен. бельмо: Αἴγυνα ἡ τοῦ Πειραιέως λ. Arst. Эгина - бельмо в глазу Пирея;
3) предрассудок, заблуждение: Κρονικαὶ λῆμαι Arph. застарелые предрассудки.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: humour in the corner of the eye, rheum, also metaph. (Hp., Ar., Plu.).
Derivatives: Diminut. λημίον (Hp.), λημύδριον (Gal.); λημ-αλέος (Luc.), -ηρός (Heliod.), -ώδης (Alex. Trall.) full of λ.; λημ-ότης (Sch.), -ωσις (medic. pap.; cf. ἴλλωσις, κνίδωσις); λημ-άω have rheum (Hp., Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: An Dor. form seems found in λάμας μύξας H. (cod. λαμάς μῦς). Unexplained. Rejectable hypotheses in Bq and Hofmann Et. Wb.; after Mann Lang. 28, 36 f. to Alb. llom dregs (phonetically unconvincing), Lat. lāma puddle, marsh, mud, Lith. lõmas pit, hollow, lower spot (semant. unconvincing). - Rather Pre-Greek than IE?

Middle Liddell

λήμη, ἡ,
a humour that gathers in the corner of the eye, gum, rheum:—metaph., Pericles called Aegina ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eyesore of Peiraeeus, Arist., Plut.; λῆμαι Κρονικαί old prejudices that dim the eyes, Ar.

Frisk Etymology German

λήμη: {lḗmē}
Grammar: f.
Meaning: Augenbutter, auch übertr. (Hp., Ar., Plu. u. a.).
Derivative: Deminutiva λημίον (Hp.), λημύδριον (Gal.); sonstige Ableitungen: λημαλέος (Luk.), -ηρός (Heliod.), -ώδης (Alex. Trall.) voll Augenbutter, triefäugig; λημότης (Sch.), -ωσις (mediz. Pap.; vgl. ἴλλωσις, κνίδωσις); λημάω Triefaugen haben (Hp., Ar. u. a.). — Eine dor. Form scheint in λάμας· μύξας H. (cod. λαμάς· μῦς) zu stecken.
Etymology : Unerklärt. Abzulehnende Hypothesen bei Bq und Hofmann Et. Wb.; nach Mann Lang. 28, 36 f. zu alb. llom Bodensatz (lautlich unbefriedigend), lat. lāma Lache, Morast, Sumpf, lit. lõmas Grube, Höhle, Vertiefung (begrifflich wenig überzeugend).
Page 2,116