εὐμήχανος

From LSJ
Revision as of 17:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμήχανος Medium diacritics: εὐμήχανος Low diacritics: ευμήχανος Capitals: ΕΥΜΗΧΑΝΟΣ
Transliteration A: eumḗchanos Transliteration B: eumēchanos Transliteration C: evmichanos Beta Code: eu)mh/xanos

English (LSJ)

Dor. εὐμάχ- [μᾱ], ον,    I of persons, skilful in contriving, inventive, opp. ἀμήχανος, A.Eu.381 (lyr.), Pl.Prt.344d, etc.: c. gen., εὐμήχανος λόγου Id.Cra.408b; ἁλίων εὐ. ἔργων Opp.H. 4.593: with a Prep., εὐ. πρὸς τὸν βίον, of birds, full of devices for supporting life, Arist.HA614b34, cf. 616b34: Sup., of the bee, Gp.15.3.1; ἔν τινι D.S.20.92: τὸ εὐ., = foreg., Plu.2.830c. Adv. -νως Ph. 1.170, Plu.Per.31, Aristaenet.2.15, etc.    II Pass., of things, skilfully contrived, ingenious, ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων Ar.Eq.759 (-ος πορίζειν Bentl.); ἐπίνοιαι Pl.R.600a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμήχᾰνος: Δωρ. εὐμάχανος ᾱ, ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, εὐφυὴς ἐν τῷ ἐφευρίσκειν, ἐπινοητικός, ἐφευρετικός, ἀντίθετ. τῷ ἀμήχανος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 381, Πλάτ. Πρωτ. 324D, κτλ.: - μετὰ γεν., εὐμήχανος λόγου ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 408Β· ἁλίων εὐμ. ἔργων Ὀππ. Ἁλ. 4. 593: - μετὰ προθέσ., εὐμ. πρὸς τὸν βίον, ἐπὶ πτηνῶν, πλήρης ἐπινοήσεων πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 1, πρβλ. 18, 1· ἔν τινι Διόδ. 20. 92· τὸ εὐμ. = τῷ προηγ., Πλούτ. 830Β. - Ἐπίρρ. -νως, Πλουτ. Περικλ. 31, κτλ. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ πραγμάτων, εὐφυῶς ἐπινοηθείς, ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 759· ἐπίνοιαι Πλάτ. Πολ. 600Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 habile, adroit, industrieux ; τὸ εὐμήχανον PLUT habileté industrieuse;
2 bien inventé, fait avec adresse, avec art.
Étymologie: εὖ, μηχανή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐμήχανος, -ον
Α δωρ. τ. εὐμάχανος, -ον)
(για πρόσ.) επιτήδειος στο να επινοεί, επινοητικός, ευρετικός, εφευρετικός («οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι» — άλλοι μεν είναι επινοητικοί για τη συντήρηση της ζωής, άλλοι δε φτωχότεροι σε επινοήσεις, Αριστοτ.)
αρχ.
1. (για πουλιά ή για μέλισσες) γεμάτος επινοήσεις για τις απαιτήσεις της ζωής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐμήχανον
η ευμηχανία
3. (για πράγματα) αυτός που εφευρέθηκε, που επινοήθηκε με ευφυΐα, με εφευρετικότητα («ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων», Αριστοφ.).
επίρρ...
εὐμηχάνως (ΑΜ)
με έξυπνο τρόπο, εύστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μηχανή.

Greek Monotonic

εὐμήχᾰνος: Δωρ. εὐ-μάχ-[ᾱ], -ον,
I. λέγεται για πρόσωπα, ικανός στην επινόηση, επινοητικός, εφευρετικός, σε Αισχύλ., Πλάτ.
II. Παθ., λέγεται για πράγματα, αυτός που επινοήθηκε έξυπνα, ευφυής, δεξιοτεχνικός, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμήχᾰνος:
1) искусный, умелый, изобретательный (sc. Εὐμενίδες Aesch.; τινος Plat., περί τι и ἔν τινι Diod.): εὐ. λόγου Plat. искусно говорящий; εὐ. πρὸς τὸν βίον Arst. умеющий находить средства к жизни;
2) искусно придуманный, остроумный (ἐπίνοιαι Plat.): τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζειν Arph. находить остроумные выходы из затруднительных положений.

Middle Liddell


I. of persons, skilful in contriving, ingenious, inventive, Aesch., Plat.
II. pass., of things, skillfully contrived, ingenious, Ar., Plat.