Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐργαστικός

From LSJ
Revision as of 15:05, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰστικός Medium diacritics: ἐργαστικός Low diacritics: εργαστικός Capitals: ΕΡΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ergastikós Transliteration B: ergastikos Transliteration C: ergastikos Beta Code: e)rgastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to work, working, industrious, Hp.Prorrh.2.4 (Comp.), Pl.Men. 81e (v.l.), X.Mem.3.1.6 ; οἱ ἐ. the working men, Plb.10.16.1 : Comp., Phld.Oec.p.32J.    2 skilled in producing, c. gen, φωνῆς Epicur. Sent.Vat.45 : generally, productive, σωφροσύνης Phld.Mus.p.24K.; ὑγιείας Gp.11.2.6 ; ἡ ἐ. (sc. τέχνη) the art of manufacturing, c. gen., ἐρεοῦ προβλήματος, στήμονος καὶ κρόκης, Pl.Plt.280e, 281a ; τὸ τῆς τροφῆς ἐ. the organ that prepares food, the mouth, Arist.Pol.1290b27.    II of a workman, ἱμάτια Lex.Mess. in Rh.Mus.47.412 (nisi ἐργατ-legend.).

German (Pape)

[Seite 1019] arbeitend, arbeitsam, thätig, ἐρεοῦ προβλήματος ἐργαστική, sc. τέχνη, Plat. Polit. 280 e, die Verfertigungskunst; von Menschen, Xen. Mem. 3, 1, 6 u. A.; τῶν ἐργαστικῶν, Handwerker, Pol. 10, 16, 1; compar., Ael. V. H. 10, 14; τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικὸν καὶ δεκτικόν, der die Nahrung erarbeitende Theil, Arist. pol. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς ἐργασίαν, ἐργατικός, ἐπιμελής, Ἱππ. 86Β, Πλάτ. Μένων 81D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1,6· οἱ ἐργ., οἱ ἐργατικοί, οἱ ἐργάται, Πολύβ. 10. 16, 1, πρβλ. ἐργατικός. 2) ἡ ἐργαστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν τι, Πλάτ. Πολιτικ. 280Ε, 281Α· τὸ τῆς τροφῆς ἐργαστικόν, τὸ ὄργανον τὸ πρὸς πέψιν τῆς τροφῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui peut ou qui sait travailler, travailleur, industrieux;
2 qui façonne par le travail.
Étymologie: ἐργάζομαι.

Greek Monolingual

ἐργαστικός, -ή, -όν (AM) εργαστής
μσν.
είδος μηχανής
αρχ.
1. ικανός, κατάλληλος για εργασία, δραστήριος («τὸν στρατηγὸν εἶναι χρή... καὶ μηχανικὸν καὶ ἐργαστικὸν καὶ ἐπιμελῆ», Ξεν.)
2. έμπειρος στην παραγωγή, γόνιμος, δημιουργικός
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. oἱ ἐργαστικοί
οι εργάτες.

Greek Monotonic

ἐργαστικός: -ή, -όν (ἐργάζομαι), ικανός προς εργασία, εργατικός, επιμελής, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐργαστικός: деятельный, энергичный (στρατηγός Xen.).

Middle Liddell

ἐργαστικός, ή, όν ἐργάζομαι
able to work, working, industrious, Plat., Xen.